Η Καίτη Γκρέυ, που «έφυγε» χθες σε ηλικία 101 ετών, είναι μια γυναίκα που έρχεται από μια πολύ «μακρινή» εποχή. «Μακρινή» και κοντινή συγχρόνως αφού τη θυμάμαι εγώ που δεν έχω βγει ακόμη στη σύνταξη. Μια εποχή που οι γυναίκες έξαιναν υπερβολικά τα μαλλιά τους, έφτιαχναν τεράστιους κότσους, όχι σινιόν και αηδίες, και τροφοδοτούσαν αστικούς μύθους, όπως αυτός με την κυρία που μέσα στον κότσο της υποτίθεται ότι είχαν κάνει φωλιά οι κατσαρίδες. Η Καίτη Γκρέυ έρχεται από μια εποχή που οι γυναίκες φορούσαν λαστέξ και μυτερά σουτιέν που έλεγες ότι θα τρυπούσαν τις μερσεριζέ μπλούζες τους. Και κομπινεζόν. Και τριζάτα καλσόν που, ακόμη και αν δεν τον άκουγες, ένιωθες τον θόρυβο που έκαναν στην τριβή των μηρών τους. Και μυτερά παπούτσια με ασταθή τακούνια που πονούσαν, προκαλούσαν κάλους και κότσια, αλλά εκείνες εκεί, ακλόνητες. Που όχι μόνο τα τακούνια τους αλλά και τα πασούμια τους έκαναν «τάκα τάκα» όταν έβγαιναν στη γειτονιά με τη ρόμπα τους και πυροδοτούσαν τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των εφήβων.
Η Καίτη Γκρέυ έρχεται από μια εποχή που οι γυναίκες τσακώνονταν, έξω φωνή, στις γειτονιές για έναν άνδρα και που, πάλι για έναν άνδρα, μπορούσαν να συγκροτήσουν «ιερές συμμαχίες». Που αγαπούσαν με πάθος, ζήλευαν με πάθος και με ανάλογο πάθος απατούσαν. Που διάβαζαν φωτορομάντζα στα περιοδικά, έτρωγαν πασατέμπο στα σκαλάκια του σπιτιού τους και κουτσομπόλευαν, πολύ κουτσομπόλευαν. Που έτρεχαν σε καφετζούδες – άλλωστε η κάθε γειτονιά είχε και τη δικιά της, η οποία συνήθως, για έναν λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα, συνδύαζε το επάγγελμα «πρόγνωσης του μέλλοντος» με εκείνο του μανταρίσματος νάιλον καλσόν –, έκαναν μαγιολίκια στον άνδρα και σε ακραίες περιπτώσεις (που μπορεί και να μην ήταν τόσο ακραίες) έριχναν βιτριόλι. Και τους έριχναν επίσης.
Η Καίτη Γκρέυ έρχεται από μια εποχή που οι γυναίκες δήλωναν με καμάρι «δούλες» του άνδρα – και η ίδια άλλωστε λέει με περηφάνια στην αυτοβιογραφία της ότι ήταν «δούλα» του Καζαντζίδη – και συγχρόνως αντάλλασσαν μεταξύ τους κόλπα χειραγώγησής του. Από μια εποχή που το κυρίαρχο όνειρο ήταν αυτό της κοινωνικής (και οικονομικής) αποκατάστασης μέσω του γάμου, κι ας έπαιρναν όποιον να ‘ναι. Που τις ανύπαντρες μετά τα 25 τις έλεγαν γεροντοκόρες. Και τις ζωντοχήρες τις θεωρούσαν εξώλης και προώλης. Από μια εποχή που οι σχέσεις χτίζονταν πάνω στην υποκρισία και συντηρούνταν από τις προκαταλήψεις.
Η Καίτη Γκρέυ έρχεται από μια εποχή που οι γυναίκες έτρωγαν πολύ ξύλο. Από τον πατέρα και τη μάνα τους πρώτα, από τον μεγάλο αδελφό μετά, από τον άντρα τους στη συνέχεια, ακόμη και από τον πεθερό και την πεθερά. Από μια εποχή τιμωρητικής και εκδικητικής πατριαρχίας. Από την εποχή δηλαδή που έβγαλε τις πιο δυνατές γυναίκες, τις πιο σκληρές «καπετάνισσες», τις πιο ουσιαστικές φεμινίστριες. Κι ας μην ήξεραν τους όρους κι ας μην καταλάβαιναν ντιπ για ντιπ από κινήματα και δικαιωματισμό. Η ανάγκη για επιβίωση προηγείται της θεωρίας που φτάνει σε εμάς, τις επόμενες γενιές, ως δεδομένο.
Μοναδική
Η Καίτη Γκρέυ επιβίωσε σε έναν χώρο όχι μόνο ανδροκρατούμενο αλλά άγριο και ανελέητο. Που όχι μόνο δεν την κατάπιε, αλλά η ίδια τον μάσησε και τον έφτυσε στα μούτρα του. Η ίδια τα έχει πει όλα για τη ζωή της, αλλά ένα στιγμιότυπο που έγραψε η φίλη Κορίνα Θεοδωρίδου στα σόσιαλ μοιάζει με σκηνή από ταινία. Παιδί ακόμη, ήταν με τη γιαγιά της στο μαγαζί όπου τραγουδούσε η Γκρέυ. Η μαμά, στο τσακίρ κέφι, χόρευε στην πίστα μέχρι που το σκουλαρίκι που φορούσε έπεσε ανάμεσα στα σπασμένα πιάτα. Και ενώ προσπαθούσε να το βρει, η Γκρέυ, που δεν τη γνώριζε προσωπικά, έπεσε στα τέσσερα και έψαχνε και εκείνη το σκουλαρίκι. Με το μικρόφωνο στο χέρι, συνεχίζοντας να τραγουδάει και χωρίς να χάνει νότα. Οι θαμώνες Γκρέυ άκουγαν και Γκρέυ δεν έβλεπαν. Και το βρήκε το σκουλαρίκι. Σιγά μη δεν το ‘βρισκε.