Suzy Bourdamis: Ένα «πρότυπο» προσφοράς φροντίδας

Οι φροντιστές ηλικιωμένων συχνά περνούν απαρατήρητοι ως εργαζόμενοι, και δεν λαμβάνουν την αναγνώριση που αξίζουν στις κοινότητές μας, ενώ οι περισσότεροι αφιερώνουν τον χρόνο και την ενέργειά τους από αγάπη.

Άλλωστε, η παροχή φροντίδας σε ηλικιωμένους γονείς που δεν μπορούν πλέον να αυτοεξυπηρετηθούν μπορεί να είναι μία εξαντλητική, συναισθηματικά επώδυνη και μοναχική εμπειρία.

Πολλοί φροντιστές μοιράζονται ότι αισθάνονται πως η προσφορά τους στην κοινωνία και την οικονομία δεν εκτιμάται επαρκώς, παρά το γεγονός ότι διευκολύνουν άλλα μέλη της οικογένειας να εργαστούν, να αναπτύξουν καριέρα ή να επιδιώξουν προσωπικά ενδιαφέροντα.

Παράλληλα, συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική συνοχή και την εθνική οικονομία, ενώ συχνά αποτελούν τους πιο δυναμικούς υπέρμαχους δικαιωμάτων των ηλικιωμένων και των ατόμων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες.

Η φροντίδα των ηλικιωμένων είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός ρόλος, καθώς η γήρανση αποτελεί μια αναπόφευκτη πραγματικότητα που μας αφορά όλους.

Η Suzy Bourdamis είναι φροντίστρια, η οποία πλέον αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στη φροντίδα του πατέρα της.

Και οι δυο μας συμφωνούμε στη σημασία της ανάδειξης της εν λόγω εργασίας και των οφελών που προσφέρει.

Η αλλαγή συχνά ξεκινά μέσα από την αφήγηση των ιστοριών μας, και η Suzy δέχτηκε να μοιραστεί τη δική της.

Η Suzy γεννήθηκε στο Deniliquin της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπου η τοπική κοινότητα φέρθηκε με καλοσύνη στην οικογένειά της, η οποία είχε μεταναστεύσει από την Ελλάδα.

Από εκεί ξεκίνησε το «ταξίδι της πλοήγησής» της ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς.

Οι γονείς της έθεσαν τα θεμέλια για μια επιτυχημένη επαγγελματική πορεία.

Αρχικά εργάστηκαν ως έμποροι φρούτων και λαχανικών και αργότερα επέκτειναν την επιχείρησή τους στον τομέα του takeaway φαγητού.

Η οικογένεια τελικά μετακόμισε στο Swan Hill, όπου η Suzy φοίτησε στο δημοτικό σχολείο.

Εκεί, για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε ότι διέφερε κάπως από τα περισσότερα παιδιά, καθώς ένιωθε πιο «κοντά» με το κορίτσι αβοριγινικής καταγωγής στην τάξη της παρά με τους υπόλοιπους συμμαθητές της.

Ως έφηβη στο Geelong, τη δεκαετία του 1970, σε μια εποχή που η ελληνική κοινότητα είχε έντονη παρουσία στην πόλη, «πλάι» στην αυστραλιανή κουλτούρα του footy και των κοινωνικών δραστηριοτήτων, η Suzy βρέθηκε αντιμέτωπη με μια εσωτερική «σύγκρουση» ανάμεσα στις προσδοκίες του προτύπου της «καλής Ελληνίδας» και στην αναζήτηση της «αυστραλιανής» της ταυτότητας.

Ωστόσο, κατάφερε να «ισορροπήσει» έξυπνα τις δύο ταυτότητές της, βρίσκοντας αποδοχή στην -κυρίαρχη- αυστραλιανή κουλτούρα, ενώ ταυτόχρονα παρέμεινε πιστή στις αξίες της στους ρόλους της ως κόρη και μεγαλύτερη αδελφή σε ένα παραδοσιακό ελληνικό νοικοκυριό.

Όπως πολλοί συνομήλικοί της, η Suzy ανέφερε ότι ήταν «Latchkey-kid», καθώς οι γονείς της εργάζονταν πολλές ώρες στο κατάστημά τους.

Ανέλαβε επίσης το ρόλο της μεταφράστριας για περίπλοκα νομικά έγγραφα και διερμηνέα σε ιατρικά ραντεβού, ενώ ταυτόχρονα επιθυμούσε να υιοθετήσει τον «ανέμελο» αυστραλιανό τρόπο ζωής των συνομηλίκων της.

Τις σχολικές της διακοπές, αντί να πηγαίνει κάμπινγκ, στην παραλία ή στον κινηματογράφο, τις περνούσε δουλεύοντας για την οικογενειακή επιχείρηση.

Η οικοδόμηση μιας σταθερής ζωής απαιτούσε από τα μεγαλύτερα αδέλφια να επωμιστούν τα οικιακά και οικογενειακά καθήκοντα – κάτι το οποίο αποτελούσε έναν «άγραφο κανόνα» που ίσχυε για πολλές οικογένειες μεταναστών της μεταπολεμικής γενιάς.

Ενώ κάποια παιδιά δυσφορούσαν για τα «βάρη» που καλούνταν να σηκώσουν, πολλά από αυτά, όπως η Suzy, μετέτρεψαν αυτές τις προκλήσεις σε ανθεκτικότητα, δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και την ανάπτυξη της αίσθησης του καθήκοντος.

Η Suzy εξέφρασε βαθιά ευγνωμοσύνη προς τους γονείς της για το γεγονός ότι της εμφύσησαν αυτές τις αξίες.

«Αναγνωρίζω το θάρρος πολλών Ελλήνων μεταναστών», είπε.

Σήμερα, ως αφοσιωμένη ακτιβίστρια της κοινότητας, εργάζεται για μία πρωτοβουλία με σκοπό να τιμήσει μετανάστες όπως οι γονείς της.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, η Suzy βοηθά τη μητέρα της στη φροντίδα του πατέρα της, ο οποίος πάσχει από άνοια.

Ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων του πατέρα της, έχει γίνει μια ισχυρή «φωνή» για τα δικαιώματα των ηλικιωμένων μεταναστών.

Συχνά αναφέρεται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φροντιστές, όπως οι συναισθηματικές, κοινωνικές και οικονομικές επιβαρύνσεις.

Επιπλέον, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η κοινωνία υποτιμά τη σημαντική συνεισφορά τους στην οικονομία και την κοινότητα.

Η Suzy συμμετέχει ενεργά σε προγράμματα της κοινότητας, οργανώνοντας εράνους, βραδιές κινηματογράφου και φόρουμ για την αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων, όπως ο καρκίνος και η οικογενειακή βία.

Επί του παρόντος, βοηθά την Επιτροπή της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Geelong (HOCGC) στην οργάνωση ενός Χορού για τον εορτασμό της έλευσης του 2025.

Σημειώνεται επίσης, ότι όλες οι προσπάθειες προσφοράς βοήθειας της Suzy είναι εθελοντικές.

Πιστεύει βαθιά ότι «οι τοπικές ελληνικές κοινότητες, οι οποίες διατηρούν τον πολιτισμό των Ελλήνων μεταναστών και την ορθόδοξη πίστη, πρέπει να υποστηρίζονται».

«Καλώ όλους τους συνομηλίκους να συνεχίσουν το έργο που οι γονείς μας δημιούργησαν με τόση σκληρή δουλειά – να χτίσουμε πάνω σε αυτά τα θεμέλια για τις επόμενες γενιές».

Ως άτομο που έχει επίσης συνεισφέρει στην τοπική μου κοινότητα και στη φροντίδα της μητέρας μου, ενθαρρύνω συχνά τους άλλους να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια.

Είτε πρόκειται για τη συμμετοχή σε έναν τοπικό ελληνικό σύλλογο, είτε σε μια Ενορία, κάθε πράξη υποστήριξης μετράει.

Η συμβολή ενός προέδρου της κοινότητας δεν είναι πιο σημαντική από την ευλαβική προσφορά της ηλικιωμένης Ελληνίδας που δωρίζει κάθε εβδομάδα ελαιόλαδο στην εκκλησία της.

Η Suzy Bourdamis αποτελεί σύμβολο ανθεκτικότητας, ηγεσίας και συμπόνιας. Είναι μια τοπική ηρωίδα και νιώθω υπερήφανη που την αποκαλώ φίλη μου.

*Η Helen Politis είναι αντιδήμαρχος Merri-bek.

The post Suzy Bourdamis: Ένα «πρότυπο» προσφοράς φροντίδας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.