
Υπό το πρίσμα των παγκόσμιων κινημάτων κατά της λιτότητας ή υπό την οπτική της ελληνικής διαίρεσης «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο», η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να επιτύχει τους προεκλογικά διακηρυγμένους στόχους της. Αρκετοί περιγράφουν εκείνο το αποτέλεσμα του καλοκαιριού του 2015 ως «επώδυνο συμβιβασμό» ενώ πολλοί δεν διστάζουν να το αποκαλέσουν «ήττα». Κι εδώ που τα λέμε, με τα μάτια εκείνης της εποχής ήταν ένας συμβιβασμός που έμοιαζε με ήττα. Με τα μάτια του σήμερα, βεβαίως, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαμε πως εκείνος ο συμβιβασμός ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια επιλογή ανάμεσα στη νίκη και την ήττα. Επρόκειτο για την επιβίωση της χώρας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ο Τσίπρας χρησιμοποίησε αργότερα τον όρο «αυταπάτη» για να περιγράψει το διανοητικό και συναισθηματικό φορτίο που διαμόρφωσε τις επιλογές του, ενώ οι αντίπαλοί του εμφατικά επέμειναν σαρκαστικά στον υποτιμητικό όρο «κωλοτούμπα» προκειμένου να περιγράψουν την πολιτική προσαρμογής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, για την προσαρμογή αυτή, εκτός ίσως του Τσίπρα και λίγων ακόμη, κανείς δεν ήταν ψυχολογικά και διανοητικά έτοιμος στον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό εξηγεί το βάθος του τραύματος και τις δυσκολίες επούλωσής του στην ευρύτερη Αριστερά μέχρι τις μέρες μας.
Αναμφίβολα, οι αιτίες του επώδυνου συμβιβασμού διαμορφώθηκαν από τη λανθασμένη ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και των διεθνών και εγχώριων συσχετισμών. Η υπερβολική αυτοπεποίθηση σε συνδυασμό με την ορμητικότητα, την υποτίμηση της ισχύος του διεθνούς παράγοντα, την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας και το βαθιά εμπεδωμένο αίσθημα πως οι εγχώριοι αντίπαλοι ήταν χρεοκοπημένες ελίτ χωρίς μέλλον, τύφλωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον οδήγησαν σε πεδία εκ των προτέρων ναρκοθετημένα.
Αντίθετα, στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, της οποίας οι Πρέσπες αποτέλεσαν εξέχουσα στιγμή, η ακριβής ανάγνωση του διεθνούς πλαισίου υπήρξε το δυνατό σημείο της διακυβέρνησης Τσίπρα. Η επίλυση ενός εκ των πιο δύσκολων και από πολλές απόψεις επώδυνων θεμάτων της ελληνικής διπλωματίας κατά τη Μεταπολίτευση, έχοντας μάλιστα απέναντι σχεδόν το σύνολο του κομματικού συστήματος καθώς και ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης, εγγράφεται αναμφίβολα στα επιτεύγματα εκείνης της κυβέρνησης.
Είναι σαφές, πως στον δρόμο για τις Πρέσπες η κυβέρνηση Τσίπρα είχε διδαχθεί από την προηγούμενη εμπειρία του 2015. Οι Πρέσπες εξέφρασαν το ακριβώς αντίθετο σε σχέση με τη στρατηγική των Μνημονίων: από τη μια, επιλέχθηκαν εξαρχής χαμηλοί τόνοι και ο συμβιβασμός δεν δαιμονοποιήθηκε αλλά αντίθετα θεωρήθηκε ως μέρος της λύσης χωρίς να γίνει υποχώρηση από τις βασικές κατευθυντήριες αξίες, στην προκειμένη περίπτωση αυτές της ειρηνικής συνύπαρξης και της αλληλοκατανόησης των λαών.
Ετσι, η κοινή γνώμη δεν αντιμετωπίστηκε ως «ιερή αγελάδα» στην οποία οφείλουμε να ακολουθούμε τυφλά τις υποδείξεις της. Επιπλέον, οι διεθνείς συσχετισμοί αναγνώσθηκαν με καθαρότητα και αξιοποιήθηκαν στο έπακρο για να υπηρετηθεί η σωστή στρατηγική. Στο τέλος η αποφασιστικότητα υλοποίησης των πολιτικών έδωσε τον τόνο στις εξελίξεις καθώς ο Τσίπρας παρά τη μεγάλη εσωτερική πίεση δεν ενέδωσε στη δημαγωγία, στην ψηφοθηρία και την εξαλλοσύνη. Ο Τσίπρας στις Πρέσπες έβαλε τη σφραγίδα του ως ηγέτης μεγάλου βεληνεκούς, την ώρα που οι πολιτικοί του αντίπαλοι επιδείκνυαν έναν ακραίο βαλκανικό επαρχιωτισμό και συναγωνίζονταν να επιβεβαιώσουν τη ρήση του Σάμουελ Τζόνσον πως ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων.
Από την άποψη αυτή, οι Πρέσπες και όχι η στρατηγική του πρώτου εξαμήνου συνιστά μάθημα για το πώς μια προοδευτική κυβέρνηση πρέπει να δρα σε συνθήκες αστάθειας. Από τη μια, οφείλει να έχει στόχους που να συνάδουν με τις αξίες της αλλά από την άλλη είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη το εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον και να ξέρει να ξεπερνά και τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτήν και τους στόχους της.
Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν, αλλά ειδικά για την Αριστερά πρέπει να είναι η τέχνη της διεύρυνσης των ορίων του εφικτού. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, όμως, οι συμβιβασμοί δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται απαραίτητα ως εμπόδια ή ήττες. Μόνο οι τυχοδιώκτες αντιλαμβάνονται την πολιτική μανιχαϊστικά, ως ένα διαρκές ρίσκο, ένα ποντάρισμα που είτε σε απογειώνει είτε σε καταστρέφει. Και από την άλλη, μόνο όσοι δεν επιθυμούν πραγματικά να λερώσουν τα χέρια τους για να βγάλουν το κάρο από τη λάσπη σκαρφίζονται διαρκώς επιχειρήματα εναντίον των συμβιβασμών.
Από πολλές απόψεις, αυτή είναι η παρακαταθήκη του 2015-2019 που διαχρονικά έχει σημασία να διαφυλαχθεί. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα που βρίσκεται σε ασταθή περιοχή και η επίδρασή της στη διεθνή σκηνή είναι περιορισμένη αλλά υπαρκτή, η ρεαλιστική εκτίμηση των διεθνών συσχετισμών δύναμης και η στρατηγική της διεύρυνσης των ορίων του εφικτού αποτελούν ταυτόχρονα τις δύο πυξίδες που οι ηγεσίες της Προοδευτικής Παράταξης πρέπει να κρατούν σφιχτά στα χέρια τους. Καμιά από μόνη της δεν αρκεί.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας