Οι γελοιότητες του Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα διέψευσαν την επωδό που ακούγεται συχνά στην Ευρώπη, ότι ο πρόεδρος πρέπει να ληφθεί υπόψη «σοβαρά, αλλά όχι κυριολεκτικά». Οπως αποδεικνύεται ο Τραμπ θέλει κυριολεκτικά τη Γροιλανδία. Πριν από λίγες μέρες, ενίσχυσε την επιθετική του ρητορική στη 45λεπτη συνομιλία του με τη δανή πρωθυπουργό, Μέτε Φρέντερικσεν, απειλώντας με σκληρούς δασμούς εκτός και συμφωνήσει να πουλήσει την αυτόνομη επικράτεια στις ΗΠΑ. Αντιδρώντας στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Δανίας για την Αρκτική, συμπεριλαμβανομένων πλοίων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών, αναφέρθηκε χλευαστικά στα αμυντικά συστήματα της Κοπεγχάγης για τη Γροιλανδία, κάνοντας λόγο για «έλκηθρα σκύλων» τα οποία ωχριούν σε σύγκριση με τη δύναμη της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης εκεί.
Η απειλή κατάληψης του εδάφους μιας ευρωπαϊκής χώρας με τη βία είναι κάτι που οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πλέον πολύ καλά. Η Ρωσία έχει απειλήσει επανειλημμένα τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κι έχει πραγματοποιήσει τις απειλές αυτές εισβάλλοντας στη Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία από το 2014. Ομως, πολλοί Ευρωπαίοι είναι κατάπληκτοι που μια τέτοια απειλή προέρχεται τώρα από τον μεγαλύτερο σύμμαχό τους.
Αντίδραση ωστόσο δεν ακούγεται. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, δεν είπαν τίποτα, ενώ ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς, ενώ αρχικά μίλησαν ανοιχτά, στη συνέχεια προσαρμόστηκαν στη συλλογική σιωπή. Τι συμβαίνει; Υπάρχουν πολλές λογικές εξηγήσεις. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και της κλιματικής κρίσης που ανοίγει θαλάσσιους δρόμους στην Αρκτική όπου λιώνουν οι πάγοι, ανοίγει και η όρεξη της Ουάσιγκτον για την πλούσια σε πόρους Γροιλανδία. Ταυτόχρονα, η σχέση μεταξύ της Κοπεγχάγης και του Νουούκ (πρωτεύουσας της Γροιλανδίας) είναι περίπλοκη, με την τελευταία να πιέζει τώρα για ανεξαρτησία. Αν και τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας που δημοσιεύθηκε στη γροιλανδική εφημερίδα «Sermitsiaq» και στη δανέζικη «Berlingske» αποκαλύπτουν ότι το 85% των Γροιλανδών δεν επιθυμεί να ενταχθεί στις ΗΠΑ, η Δανία φοβάται ότι εάν οι αντιδράσεις της έναντι των εδαφικών σχεδιασμών του Τραμπ είναι πολύ θορυβώδεις, θα μπορούσαν να την αποξενώσουν από τους Γροιλανδούς και να ωθήσουν περαιτέρω το νησί στην τροχιά των ΗΠΑ. Προσεκτικά βήματα είναι το σύνθημα που στέλνει η Κοπεγχάγη στους ευρωπαίους εταίρους της.
Και οι ευρωπαίοι ηγέτες υπακούουν στην έκκληση. Τόσο η δημόσια σιωπή όσο και οι παρασκηνιακές διεργασίες φαίνεται να είναι συντονισμένες, με τη Φρέντερικσεν να έχει τις τελευταίες μέρες συναντήσεις με τους ηγέτες της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, καθώς επίσης και της Γερμανίας, της Γαλλίας και με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Η συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και της Γροιλανδίας εντείνεται επίσης σε θέματα όπως η ενέργεια και οι κρίσιμες πρώτες ύλες. Η αρχική εξήγηση για τη σιωπή της Ευρώπης για τη Γροιλανδία είναι, επομένως, ότι είναι μια σκόπιμη, συντονισμένη τακτική να μην τροφοδοτείται το θηρίο της διατλαντικής κλιμάκωσης, αφήνοντας χώρο στους αξιωματούχους να μετριάσουν και να εκτονώσουν την απειλή αθόρυβα. Μια εξίσου λογική, αν και λιγότερο εποικοδομητική, εξήγηση είναι ότι οι Ευρωπαίοι έχουν σοβαρότερα ζητήματα να λύσουν με την Ουάσιγκτον. Πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο Τραμπ θα παραμείνει αφοσιωμένος στο θέμα της ευρωπαϊκής στρατιωτικής ασφάλειας, ξεκινώντας από την Ουκρανία και θέλουν να αποτρέψουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ από το να εξαπολύσει έναν εμπορικό πόλεμο. Ως εκ τούτου, η ευρωπαϊκή σιωπή για τη Γροιλανδία είναι επίσης θέμα προτεραιοτήτων. Οι χώρες της Βόρειας και της Ανατολικής Ευρώπης που θα πληγούν περισσότερο από την αποδέσμευση των ΗΠΑ από την Ουκρανία, καθώς και οι χώρες της Δυτικής και της Νότιας Ευρώπης που θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένες σε έναν διατλαντικό εμπορικό πόλεμο, θα σκέφτονται ότι δεν αξίζει να κάνουμε πολλή φασαρία για τη Γροιλανδία. Αλλά αυτές οι ορθολογικές εξηγήσεις δεν λαμβάνουν υπόψη το δυνητικά υψηλό κόστος της αδράνειας – όπως την υπονόμευση της έννοιας της ευρωπαϊκής πολιτικής αλληλεγγύης.
Αντί για τη λογική, ίσως αξίζει να δώσουμε βάρος στα συναισθήματα. Σε αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα που ενισχύονται ταυτόχρονα. Οι Ευρωπαίοι φοβούνται. Φοβούνται τον Τραμπ και ο φόβος τούς παραλύει. Μάλιστα όσο περισσότερο ο Τραμπ επιβεβαιώνει τους φόβους τους μέσω των επαναλαμβανόμενων απειλών του, τόσο λιγότερο εκείνοι τείνουν να αντιδράσουν.
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται επίσης, παραδόξως, όχι αρκετά ανήσυχοι. Εχουν την πεποίθηση ότι η καταιγίδα θα περάσει. Οτι η απειλή του Τραμπ για την Ευρώπη θα εξαλειφθεί ή ότι η προσοχή του θα στραφεί αναπόφευκτα αλλού.
Αλλά το να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι όλα θα πάνε καλά είναι ακριβώς αυτό που εμποδίζει τη ριζική ανανέωση που έχει μεγάλη ανάγκη η ήπειρος. Και ανακύπτει ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα: αν ένας πρόεδρος των ΗΠΑ που απειλεί ένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν τραντάζει την Ευρώπη από τον λήθαργο του εφησυχασμού, τότε τι μπορεί να το κάνει;
Η Nathalie Tocci είναι διευθύντρια στο Istituto Affari Internazionali στη Ρώμη, καθηγήτρια στη Σχολή Διακρατικής Διακυβέρνησης, στο European University Institute στη Φλωρεντία και συνεργάτις στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης