Ολυµπιακός ων, και κατοικών στη Νεάπολη, στις Δυτικές Υπώρειες του Λυκαβηττού, ομολογώ ήταν μαρτύριο σε εκείνη την αφιλόξενη δεκαετία του ’60 να πηγαίνω τις Κυριακές και να φαρμακώνομαι στο γήπεδο της Λεωφόρου. Το μόνο γήπεδο στην Ελλάδα όπου χόρταινες μπάλα, που τον παίχτη, τον έβλεπες στα πέντε μέτρα κοντά σου, του φώναζες το όνομά του και σε χαιρέταγε. Ενα γήπεδο χτισμένο πάνω στη λειτουργική των αγγλικών γηπέδων. Που ήταν στη λογική τού «Εδώ ήρθαμε να δούμε μπάλα. Δεν ήρθαμε ούτε να κάνουμε στίβο, ούτε να ασχοληθούμε με άλλο άθλημα. Ούτε να με βάλεις στο ΟΑΚΑ να βλέπω το γήπεδο με τηλεσκόπιο».
Δεκαετία λοιπόν του ’60, και ένας κοντός μού έκανε την ζωή ποδήλατο. Αλλά ήταν μπαλαρίνος, βίδωνε και ξεβίδωνε μέσα στο γήπεδο, με πνευμόνια Σπάρταθλου και δύναμη απίστευτη, στόχος όλων των κλαδευτηριών των αντιπάλων ομάδων. Και όπως μου έλεγε ο Κώστας, ο κολλητός μου στα Εξάρχεια, που έπαιξε και εθνική ομάδα, «Στο παιχνίδι μας στο γήπεδό μας είχα μια εντολή, να του φάω το πόδι γιατί την άλλη Κυριακή παίζανε Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός. Ενενήντα λεπτά τον κυνήγαγα […].» Και μιλάμε για αθλητή-πρότυπο ο Κώστας σε ό,τι αφορά σωματική δομή: ψηλός, λεπτός, αεράτος, δυνατός, όλα τα προσόντα ενός πολύ σπουδαίου αμυντικού. «Ενενήντα λεπτά τον κυνήγαγα, και το δώρο πολύ μεγάλο, αγόραζες τρία τριάρια. Ενενήντα λεπτά από πίσω του και δεν μπόρεσα πουθενά να τον βρω. Πάντοτε σαν το αγριοκάτσικο απέφευγε τα λακτίσματά μου».
Βέβαια δεν ήτανε στόχαστρο μόνο του Κώστα, ήτανε στόχαστρο όλων των σκληρών των μεγάλων ομάδων. Παρ’ όλα αυτά ο στρατηγός δεν πιανότανε. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι ο μεγάλος Παναθηναϊκός εκείνης της δεκαετίας, χτίστηκε επάνω του. Ξεκίναγε και τελείωνε όπου ήταν αυτός. Και το είπε ο Σιδέρης σε μια συνέντευξη: «Αν τον είχα συμπαίχτη θα είχα βάλει τρεις φορές περισσότερα γκολ. Σου έστελνε την μπάλα εκεί που ήθελες, και όταν ήθελες. Το πιο σημαντικό. Διάβαζε την αντίπαλη ομάδα, και ήξερε πού θα κάνει το ρήγμα. Γιατί βλέπεις, από Κυριακή σε Κυριακή, η ομάδα σου όσο καλή και να είναι, παίζει διαφορετική μπάλα. Ο “κοντός” όμως έπαιζε πάντα την ίδια μπάλα. Δεν υπήρξε αγώνας για να του βάλεις επτά ή εξίμισι. Η μπάλα του ήταν πάντοτε από το εννιά στο δέκα».
«Αρχάγγελος των σέντερ φορ». Αυτό είχε πει κάποια στιγμή ο μεγάλος Βαγγέλης Πανάκης. «Βαρύ σέντερ φορ, δύσκολες οι κινήσεις του, ο Μίμης όμως του έδινε το γκολ έτοιμο». «Πώς τα κατάφερνε δεν μπορώ να το εξηγήσω», εξομολογείτο ο Βαγγέλης. «Γιατί ποτέ δεν ήταν αμαρκάριστος. Είχε πάνω του δύο ή τρεις παίχτες, πού στο διάολο με έβρισκε; Ποτέ δεν το κατάλαβα!».
Δεν µπορώ να µην πάω στο άλτερ έγκο του, τον Αντώνη, τον Αντωνιάδη. Δεν ξέρω αν ο Γίγαντας από την Ξάνθη εάν έπαιζε σε άλλη μεγάλη ομάδα, να είχε αποκομίσει τέτοια δόξα. Να είχε επανειλημμένα ανακηρυχθεί το σέντερ φορ της χρονιάς. Με τον Μίμη μιλάγανε ολότελα τηλεπαθητικά. Ηξερε ο ένας τη σκέψη του άλλου, και με αόρατη μπαγκέτα κατεύθυνε ο στρατηγός τον Αντώνη τον ψηλό. Και ήξερε πότε θα του δώσει την μπάλα, όταν του άνοιγε μικρή γωνία και δεν κράταγε βεβαίως-βεβαίως φουλ πλάτη στο αντίπαλο τέρμα…
Δεκαετία λοιπόν του ’60, και με τη μυθική πράσινη ομάδα των τίτλων, με Παπουλίδη, Καμάρα, Λουκανίδη, Παπαμανόλη, Βαγγέλη Πανάκη, Θεοφάνη, Γιώργο Ανδρέου. Και κάτω από τα δοκάρια τον Βουτσαρά πρώτα και αργότερα τον Οικονομόπουλο και τον Κωνσταντίνου, για να μην ξεχνάμε τον Κλαδευτήρη, τον γιατρό τον Φραγκίσκο τον Σούρπη.
Αυτή η οµάδα των υπεράσων χρειαζόταν μαέστρο, χρειαζόταν μπαγκέτα. Και ο Μίμης ο στρατηγός την είχε. Ενενήντα λεπτά πάνω-κάτω, με πνευμόνια Αμπέμπε Μπικίλα, κάθε παιχνίδι η φανέλα του ζύγιζε 4-5 κιλά βαρύτερη στο τέλος του αγώνα. Ηλεγχε τα πάντα, και από πάνω του πέρναγε όλο το παιχνίδι. Πολλές φορές στο σκληρό παιχνίδι τον προστάτευαν οι υπόλοιποι του πενταγώνου της Εθνικής, Σιδέρης, Παπαϊωάννου, Κούδας, Χάιτας, όταν παίζαν αντίπαλοι. Υπήρχε η αδελφότης της Εθνικής. Και πάνω απ’ όλα η προσωπική τους σχέση φιλίας.
Κι όµως τα πράγµατα δεν ξετυλίχτηκαν από την αρχή ρόδινα. Δύσκολα χρόνια, μετεμφυλιακά. Η Αθήνα ρημάδι, ιδιαίτερα οι προσφυγικές συνοικίες και τα παραπήγματα. Γιατί είχαμε πολλά παραπήγματα. Πίσω από τον Παναθηναϊκό, κοντά στην αλάνα στο Πολύγωνο, στη Σχολή Ευελπίδων, στην Καισαριανή, στα Πάνω Πετράλωνα, στις υπώρειες του Ταύρου. Οπου μπορούσε ένα κατεστραμμένο έθνος να φιλοξενήσει τα θύματα της αιώνιας κατάρας αυτού του τόπου, της διχόνοιας. Ετσι λοιπόν ήταν απλωμένη η παραγκούπολη, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, και σκαρφαλώνοντας απελπισμένα τις υπώρειες του Λυκαβηττού, με ακρότατο όριο την οδό Κόνιαρη.
Εκεί λοιπόν, σε ένα απ’ αυτά τα παραπήγματα, θα βρεις το Μίμη. Ερωτευμένο μια ζωή με την μπάλα. Οπου μπάλα και Μίμης. Και βέβαια στη γειτονιά που τον φιλοξενεί είναι η ομάδα της Αμυνας στους Αμπελόκηπους. Και δεν χρειάστηκε πολύ καιρός. Στην πρώτη χρονιά κιόλας διαβάσανε το ταλέντο του. Αυτό το ταλέντο που δεν το διάβασαν στο Καραϊσκάκη οι Ολυμπιακοί.
Βλέπετε, ήταν η εποχή που ο Πυγμαλίων ταλέντων, ο Ευάγγελος ο Χέλμης, ήταν, έπειτα από 10 πρωταθλήματα και 6 Κύπελλα, εκτός ομάδος. Αντικαταστάτης ο Ιταλός Βάλε, επιλογή του Ανδριανόπουλου, που μόλις ανέλαβε πρόεδρος του Ολυμπιακού, υφυπουργός μάλιστα Ναυτιλίας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και με τη βοήθεια αθλητικών εντύπων της εποχής, οργάνωσε την αποδρομή τού κυρίου Ευάγγελου. Εκείνοι λοιπόν, που είδαν τον νεαρό Δομάζο, του οποίου μάλιστα το παρατσούκλι ήταν Ολυμπιακάρα, τον απέρριψαν. Οχι λόγω ικανοτήτων, ή δεξιοτεχνίας, ή ποδοσφαιρικών αδυναμιών. Τίποτα από όλα αυτά! Μια χαρά ήταν ο πιτσιρικάς. Τον απέρριψαν λόγω ύψους. Δέκα πρωταθλήματα πήραν με τον Δαρίβα, τον Δρόσο, τον Μπέμπη, τον Ξανθόπουλο, όλοι τους πιο κοντοί ή ισοϋψείς με τον Μίμη. Το μπόι τους μάρανε… Αλλά άλλο το μάτι του Ευάγγελου, άλλα τα μάτια του. Και τον έστειλαν θεόδωρον στην πράσινη παρέα. Εξάλλου, ήτανε και δίπλα στο σπίτι του. Δεν θα έκανε καμιά σοβαρή διαδρομή. Οσο για την άμυνα, να μπορεί καμιά φορά να παίζει στο γήπεδο της Λεωφόρου. Μία εμφάνιση, πράσινοι και αυτοί, και 6 μπάλες, τρίφυλλες, παρακαλώ, παρακαλώ. Οσο για τον Μίμη; Μια πορτοκαλάδα και ένα καλό κουστούμι για τις επίσημες ώρες, από τον Βάρδα και Αναγνωστόπουλο.
Κι εκείνος που διάβασε πρώτος το ταλέντο του ήταν το άλλο μεγάλο εθνικό μας δεκάρι: ο Θανάσης ο Μπέμπης. Ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Εξω αριστερά ο μικρός Μίμης με το 7 στην πλάτη του. Και μόλις τελειώνει το παιχνίδι, με νικητή τον Ολυμπιακό, 1-0, ο Θανάσης τον πλησιάζει, βγάζει έναν σταυρό που είχε και του τον δίνει. «Αυτός θα σε φυλάει. Γιατί έρχεται ο καιρός σου. Καλή υγεία». Και η ευχή του Θανάση έπιασε. Οπως και τον ίδιο. Επί 25 χρόνια, δεν γνώρισε πρόβλημα με τα πόδια του, τη μέση του, τα γόνατά του, τους αστραγάλους, στα Πετράλωνα, ή στον Ολυμπιακό, ή στον Βύζαντα Μεγάρων που έκανε τον Κύκνειο Περίπατό του. Ετσι και ο Μίμης, 25 χρόνια γήπεδα, από δεκάξι χρονών μέχρι σχεδόν τα 40 του.
Δεν τον θυµάται κανείς μία Κυριακή να απουσιάζει… είτε για λόγους ασθένειας, ιώσεως, γρίπης, είτε για λόγους οχλήσεως, διαθλάσεως, τενοντίτιδας, διαστρέμματος και τα τοιαύτα. Και βέβαια, ουδέποτε τραυματισμός. Και τον μαρκάρανε βάναυσα, πολλές φορές κανιβαλικά, όλες οι ομάδες. Είχε την αναγνώριση, τον θαυμασμό τους, αλλά ουδέποτε τον σεβασμό τους. Γιατί ξέρανε ότι από αυτόν ξεκίναγαν τα πάντα. Και χωρίς αυτόν ο πολύ μεγάλος Παναθηναϊκός ήταν καράβι χωρίς πυξίδα.
Κλείνω εδώ το µικρό οδοιπορικό µου στον φίλο μου τον Μίμη, που και παρέα κάναμε και πολλές φορές τα συζητήσαμε. Και τον αποχαιρετώ με το τραγούδι που αγάπησε όσο κανένα άλλο, και που το κελάηδησε η μεγάλη η Βίκυ, τον «Αλήτη». Αλλά ο Μίμης ήταν αλήτης με την έννοια που ενέχει την ιδέα της περιπλάνησης, της μαχητικότητας και της διορατικότητας, ως χαρακτηριστικά του ημίθεου Ηρακλή.
Καλό σου ταξίδι, Μίµη! Σε περιμένουν πολλοί εκεί πάνω. Και καλή σου επιστροφή!