Πάντα μου έκανε εντύπωση η βεβαιότητα με την οποία τοποθετούνται κάποιοι στον δημόσιο διάλογο για θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις ή έστω ενημέρωση. Πώς, ας πούμε, αποφαίνονται για την αθωότητα ή την ενοχή ενός ατόμου, χωρίς να έχουν στοιχειώδη γνώση της δικογραφίας ή όσων εκτυλίχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Πώς βγάζουν εισαγγελείς στα μανταλάκια επειδή κατά τη δική τους – απολύτως ατεκμηρίωτη – άποψη είχαν εσφαλμένη κρίση. Οσο δε μεγαλύτερη η άγνοια και η μη δυνατότητα αντίληψης ενός θέματος, τόσο εντονότερη η αυτοπεποίθηση για τη γνώση του.
Πριν από 26 χρόνια οι ερευνητές Ντέιβιντ Ντάνινγκ και Τζάστιν Κρούγκερ στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ δημοσιοποιούσαν τη μελέτη τους «Ανικανότητα και άγνοια: Πώς οι δυσκολίες στην αναγνώριση της ανικανότητας κάποιου οδηγούν σε μεγάλες αυτο-αξιολογήσεις». Επί της ουσίας η μελέτη δείχνει πως άτομα περιορισμένων δεξιοτήτων και γνώσεων αποκτούν μια ψευδαίσθηση υπερβολικής πνευματικής ανωτερότητας, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι οι γνωστικές τους ικανότητες είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι πραγματικά είναι. Στη διεθνή βιβλιογραφία η συνθήκη αναφέρεται ως The Dunning Kruger Effect / Το Φαινόμενο Ντάνινγκ Κρούγκερ. Στη χώρα μας, αναλυτές του πληκτρολογίου, ανάλογα με το θέμα της επικαιρότητας, μετατρέπονται σε χημικοί, σεισμολόγοι, νομικοί. Γεμάτοι βεβαιότητες για τα πάντα, με πλημμελή γνώση επί του εκάστοτε αντικειμένου, άντληση πληροφοριών από «κάποιον που είπε κάτι», χωρίς αναζήτηση αντικειμενικών δεδομένων και συνθηκών ξιφουλκούν με ιεραποστολικό μένος υπέρ μιας άποψης ή της ενοχής κάποιου ή της αθωότητάς του ή για ένα γεγονός. Εν συνεχεία, οι δημοσιογράφοι μεταφέρουμε άκριτα το κλίμα από το Διαδίκτυο στα mainstream media παρουσιάζοντας σχεδόν ως ετυμηγορία απόψεις που δεν βασίζονται σε κάποια εξειδικευμένη γνώση και κάπως έτσι διαμορφώνεται ο δημόσιος διάλογος για εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών ή τις αμβλώσεις. Και είναι ο αρχισυντάκτης και ο δημοσιογράφος εκείνοι που θα επιλέξουν από τις δεκάδες δηλώσεις που έχουν, ποιες θα συμπεριλάβουν στο ρεπορτάζ. Η πραγματικότητα έχει δείξει πως όσο πιο εξωφρενική είναι μία δήλωση, τόσο πιο εύκολα θα επιλεγεί. Κι ας προκαλεί σύγχυση στην κοινή γνώμη, κι ας συμβάλλει στη δημιουργία συνωμοσιολογικών θεωριών. Φέρ’ ειπείν δεν είναι το ίδιο εντυπωσιακή η δήλωση κάποιου που έλεγε στην πορεία πως θρηνεί για τις 57 ψυχές, σε σύγκριση με εκείνη που προβλήθηκε πως το τραγικό δυστύχημα «ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα που προκάλεσε η κυβέρνηση προκειμένου να εξυπηρετήσει ανώτερα συμφέροντα».
Ανάλογη είναι η ευθύνη του δημοσιογράφου που θα επιλέξει να ρωτήσει έναν βαθιά θρησκευόμενο ηθοποιό, γνωστό για τις ακραίες απόψεις του, τι πιστεύει για το θέμα των αμβλώσεων. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι αφού προβληθούν οι ακραίες απόψεις, οι παρουσιαστές εν εξάλλω τις καταδικάζουν, λέγοντας πως δεν πρέπει ούτε να ακούγονται τέτοια πράγματα, ενώ είναι εκείνοι οι ίδιοι που τις βάζουν στο σπίτι της μέσης οικογένειας κανονικοποιώντας τες. Εν συνεχεία, άλλοι καλλιτέχνες και δημοσιολογούντες ερωτώνται για το ίδιο ζήτημα, διαμορφώνοντας ένα άτυπο debate για θέματα λυμένα από την ίδια την επιστήμη και θεσμικά από την πολιτεία.
Το έργο παίζεται ξανά και ξανά. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας άτομα άσχετα με την ιατρική επιστήμη εξέφραζαν άποψη υποστηρίζοντάς τη με θρησκευτικό φανατισμό. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι, κληρικοί τοποθετούνταν για την επικινδυνότητα των εμβολίων, παπάδες και πολιτικοί αποφαίνονταν σε τηλεοπτικά παράθυρα ότι δεν κολλάει με την Θεία Κοινωνία, ενώ δικηγόροι έστελναν εξώδικα σε γιατρούς. Και εμείς οι δημοσιογράφοι τους προβάλλαμε. Πολύ πριν βέβαια τους Ντάνινγκ και Κρούγκερ, ο Δαρβίνος είχε γράψει πως «η άγνοια γεννά πιο συχνά την αυτοπεποίθηση από ό,τι η γνώση». Και, η άγνοια, είναι η καλή εκδοχή.