
Κάθε νέα τεχνολογία στην κοινωνική της εφαρμογή συχνά αποκλίνει από τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών της και συνοδεύεται πάντα από κοινωνικές συνέπειες. Για παράδειγμα, τα τηλέφωνα διέκοψαν την οικιακή ησυχία, τα ρολόγια οδήγησαν σε μηχανοποιημένες εργασιακές συνήθειες, ενώ η τηλεόραση, μέσω της διαφήμισης, ενίσχυσε τον καταναλωτισμό. Παρόμοιες ανησυχίες διατυπώνονται σήμερα για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παρά τις ανησυχίες για τις αρνητικές τους επιπτώσεις, η τεχνολογία έχει ριζώσει τόσο βαθιά στην καθημερινότητά μας που είναι σχεδόν αδιανόητο να φανταστούμε τη ζωή χωρίς αυτήν. Αρκεί να αναλογιστούμε πώς θα ήταν η καθημερινότητα χωρίς κινητά τηλέφωνα και Διαδίκτυο.
Οι συνήθειές μας έχουν αλλάξει ριζικά. Οι γονείς μας δεν ήξεραν πάντα πού βρισκόμασταν, ενώ σήμερα θεωρούμε δεδομένη την άμεση επικοινωνία με τα παιδιά μας μέσω κινητών τηλεφώνων, πολλές φορές ακόμα και με τη χρήση λογισμικού εντοπισμού, ενώ η οδήγηση γίνεται πλέον με τους διαδραστικούς χάρτες και τις εφαρμογές πλοήγησης.
Οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών είναι αντικείμενο μελετών και ερευνών. Μια έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι οι χρήστες του Facebook έχουν περισσότερους στενούς φίλους, δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους άλλους και είναι πιο ενεργοί στην πολιτική ζωή. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά δίκτυα μειώνουν το άγχος, επιτρέποντας στους χρήστες να μοιράζονται πληροφορίες με φίλους και συγγενείς, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση σύνδεσης. Ακόμα και η έκθεση στις ζωές των άλλων μπορεί να αυξήσει την ενσυναίσθηση και την αλληλεγγύη, δημιουργώντας ευκαιρίες για υποστηρικτικές πράξεις μέσω απλών μηνυμάτων ή αναρτήσεων.
Ωστόσο, παρά τα θετικά στοιχεία, υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ψυχική υγεία, ιδιαίτερα των νέων. Πλατφόρμες όπως το Instagram και το TikTok ενισχύουν συχνά το άγχος, την κατάθλιψη και τις ανησυχίες γύρω από την εικόνα του σώματος. Πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ότι αυτά τα φαινόμενα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για τους εφήβους, με αποτέλεσμα να προτείνουν την εισαγωγή προειδοποιήσεων, παρόμοιων με αυτές που συνοδεύουν το κάπνισμα, σχετικά με τις πιθανές αρνητικές συνέπειες από την υπερβολική χρήση τους.
Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό των χρηστών αυτών των πλατφορμών είναι κάτω από το ελάχιστο ηλικιακό όριο των 13 ετών, γεγονός που επιδεινώνει τις ανησυχίες για την επίδρασή τους στην ανάπτυξη των παιδιών.
Παρά τις ανησυχίες, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν έχει αποδειχθεί άμεση αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά δίκτυα και την κατάθλιψη, όπως συμβαίνει με το κάπνισμα και τον καρκίνο. Οι επιπτώσεις εξαρτώνται από τον τρόπο και τη συχνότητα χρήσης τους, καθώς και από τις προσωπικές συνθήκες του κάθε χρήστη. Για ορισμένους, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να είναι επιβλαβή, για άλλους ουδέτερα ή ακόμα και επωφελή. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιούνται με μέτρο και σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη τις ατομικές ανάγκες και προτεραιότητες.
Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν; Οι γονείς πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις ανησυχίες των παιδιών τους και να αποφεύγουν να τα στρέφουν αποκλειστικά στα κοινωνικά δίκτυα για ψυχαγωγία ή επικοινωνία. Επιπλέον, είναι αναγκαία η εισαγωγή προγραμμάτων «ψηφιακής αγωγής» στα σχολεία, με στόχο την καλλιέργεια ψηφιακής υπευθυνότητας και υγιών συνηθειών. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν πώς να διαχειρίζονται τα ψηφιακά εργαλεία με ασφάλεια και υπευθυνότητα, να αναγνωρίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της υπερβολικής χρήσης και να καλλιεργούν μια ισορροπημένη σχέση με την τεχνολογία. Σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από τις πλατφόρμες και τις νέες τεχνολογίες, αυτή η εκπαίδευση είναι απαραίτητη για την ομαλή ένταξη των νέων στις ψηφιακές κοινωνίες του μέλλοντος.
Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών