
Στην υπόθεση των Τεμπών διεξάγονται παράλληλα τρεις πολιτικές παρτίδες, σε τρία διαφορετικά ταμπλό. Στο πρώτο, τις κινήσεις τις κάνει η κυβέρνηση. Εκείνη έχει το θεσμικό μαχαίρι, εκείνη και το πεπόνι: μπορεί να επιλέξει τον τρόπο που θα αποκρούσει τις κατηγορίες που της αποδίδονται, δοκιμάζοντας σε ποιον βαθμό πρέπει να εμπλακεί προσωπικά ο Πρωθυπουργός. Εκείνη είναι η μοναδική που μπορεί στ’ αλήθεια να ανοίξει την πόρτα για τη διερεύνηση πολιτικών προσώπων, γιατί χωρίς τις ψήφους της πλειοψηφίας τίποτα δεν μπορεί να κινηθεί στη Βουλή. Στο δεύτερο ταμπλό, κινούνται τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, που βρέθηκαν μπροστά σε μια απρόσμενη συνθήκη: δεν είναι εκείνα που έφεραν σε δύσκολη θέση το Μέγαρο Μαξίμου, δεν είναι εκείνα που έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και σίγουρα δεν είναι εκείνα που μπορούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις, όσο σωστές επιλογές κι αν κάνουν. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν ξεκινήσει ένα μπρα ντε φερ μεταξύ τους, που, ειδικά για τα Τέμπη, μοιάζει να μην έχει νόημα – στο κάδρο των ευθυνών για το έγκλημα, με βάση τα τρικάκια σε σχήμα εισιτηρίου που πετάχτηκαν στο Σύνταγμα, μπαίνουν όλοι όσοι έχουν κυβερνήσει στη Μεταπολίτευση.
Ολοι οι παίκτες, βέβαια, γνωρίζουν πως δεν θα κρίνουν εκείνοι την τελική έκβαση του παιχνιδιού. Δύο χρόνια και δύο εκλογικές αναμετρήσεις μετά, η κυβέρνηση δεν είδε μπροστά της το φάντασμα μιας κραταιάς πολιτικής εναλλακτικής, αλλά τη δύναμη που μπορεί, μερικές φορές, να έχει η κοινωνική διαμαρτυρία. Ηταν τα γεγονότα που ώθησαν τον κόσμο που κατέβηκε στους δρόμους, μια συσσωρευμένη αντίδραση σε αυτό που εκλαμβάνεται ως αδυναμία παρέμβασης μπροστά σε ένα τετελεσμένο αποτέλεσμα. Ηταν η αίσθηση πως τίποτα ακόμα δεν έχει γίνει, πως η υπόθεση μοιάζει να πηγαίνει ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, παράλληλα με την άνευ προηγουμένου αλαζονεία κυβερνητικών παραγόντων ακόμα και απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων. Θεωρήθηκε πως επιχειρείται συγκάλυψη και η στροφή της κυβέρνησης, τουλάχιστον όσον αφορά την επικοινωνιακή και πολιτική διαχείριση, κατέστησε ακόμα πιο σαφές πως τίποτα δεν είχε γίνει σωστά ως εκείνη την ώρα. Σ’ αυτό το τρίτο ταμπλό διακυβεύεται η επόμενη ημέρα για όλους. Η κυβέρνηση πρέπει να πείσει όσους απορρίπτουν κάθε της φράση για την τραγωδία πως δεν τους κοροϊδεύει, πως είναι έτοιμη να αναλάβει όσες τυχόν ευθύνες στελεχών της προκύψουν, ακόμα και ποινικές – έως τώρα δεν τα έχει καταφέρει. Η αντιπολίτευση πρέπει να πείσει ότι δεν εργαλειοποιεί την κατάσταση, πως νοιάζεται για τη δικαίωση των νεκρών χωρίς να δίνει σημασία στο πολιτικό όφελος – κι όμως ακόμα και τώρα κάθε κίνησή της μπαίνει στη ζυγαριά. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που και οι μεν και οι δε απογοήτευσαν τους πολίτες που τους εμπιστεύτηκαν. Την τελευταία φορά που οι δρόμοι γέμισαν χωρίς ιδεολογικούς διαχωρισμούς διαμορφώθηκε ένα καινούργιο πολιτικό πλαίσιο, μια τομή έκανε μια δεκαετία να κλείσει οριστικά.
Για την αποκατάστασή της έχουν όλοι μοιρασμένη ευθύνη. Κανείς δεν παίζει για πλάκα: όπως και τότε, έτσι και σήμερα, στο ακροδεξιό περιθώριο, περίμεναν να ρίξουν τη δική τους ζαριά. Εδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο πρόωρα και άτσαλα, έδωσαν την ευκαιρία στο δημοκρατικό τόξο να συνέλθει και να αντιδράσει. Σήμερα όμως δεν έχουν απλώς συμμάχους παντού, έχουν μάθει να φορούν κοστούμι και να περιμένουν.