Παγκόσμιος πρωταθλητής η ελληνική ναυτιλία

Ο,τι είναι η αυτοκινητοβιομηχανία για τη Γερμανία και η ωρολογοποιία για την Ελβετία, είναι η ναυτιλία για την Ελλάδα, σημειώνει μελέτη της McKinsey & Company για την ελληνική ποντοπόρο ναυτιλία, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ). Η μελέτη αναδεικνύει με ενάργεια τον κεντρικό ρόλο της ελληνόκτητης ποντοπόρου ναυτιλίας στην παγκόσμια και την εγχώρια οικονομία.

Η Ελλάδα, η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της, ελέγχει περίπου το 20% της παγκόσμιας ποντοπόρου ναυτιλίας. Με περισσότερα από 5.000 πλοία στο νερό, τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ελλήνων εφοπλιστών, η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά σε δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγρών και υγροποιημένων αέριων φορτίων, ενώ βρίσκεται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε ξηρά χύδην φορτία.

Για παράδειγμα, το 30% του όγκου LNG που εισήχθη στην Ευρώπη διά μέσω θαλάσσιων οδών το 2023, έγινε από ελληνόκτητα πλοία, ενώ το 40% των εισαγωγών αργού πετρελαίου στην Ευρώπη μέσω θαλάσσης έγινε από ελληνικά δεξαμενόπλοια.

Εξίσου σημαντική είναι και η συνεισφορά της στην εγχώρια οικονομία, με το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου να αποτιμάται σε 14 δισ. δολ., ενώ συμβάλλει με περίπου 150.000 υψηλής ειδίκευσης και υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στο ευρύτερο ναυτιλιακό οικοσύστημα αλλά και σε άλλους σημαντικούς τομείς της εγχώριας οικονομίας. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι έλληνες εφοπλιστές επανεπενδύουν ετησίως περίπου 1,4 δισ. δολ. σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτούς των ακινήτων, της ενέργειας, του τουρισμού ή του αθλητισμού, ενώ προσφέρουν και σημαντικά κεφάλαια που εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 400 εκατ. ετησίως σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.

Η Αθήνα έχει εδραιωθεί σε ένα παγκόσμιο κέντρο διαχείρισης πλοίων φιλοξενώντας πάνω από 750 διαχειρίστριες εταιρείες, εκ των οποίων άνω των 100 διαχειρίζονται περισσότερα από 10 πλοία. Αξίζει να σημειωθεί πως εκτός από τις εταιρείες διαχείρισης έχει δημιουργηθεί και ένα ευρύ cluster συναφών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.

Την τελευταία δεκαετία οι έλληνες πλοιοκτήτες έχουν επενδύσει περισσότερα από 100 δισ. δολ. για νεότευκτα πλοία σε ναυπηγεία ανά τον κόσμο.

Η πηγή εσόδων

Τα έσοδα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη διεθνή δραστηριότητά της, με έναν μέσο εκτιμώμενο κύκλο εργασιών που κυμαίνεται μεταξύ των 40-50 δισ. δολ. ετησίως, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς.

Ταυτόχρονα, με έντονη παρουσία σε διεθνείς χρηματαγορές, μετρώντας πάνω από 20 εισηγμένες εταιρείες σε ξένα χρηματιστήρια και συνολική κεφαλαιοποίηση που υπερβαίνει τα 9 δισ. δολ., η ελληνική ναυτιλία αποδεικνύει τη δυναμική της στο παγκόσμιο στερέωμα.

Η McKinsey & Company εκτιμά ότι η επιτυχία της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, όπως η μακρά παράδοση, η τεχνική εξειδίκευση, η επιχειρηματική διορατικότητα των ελλήνων εφοπλιστών, καθώς και η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν στους έλληνες πλοιοκτήτες να λάβουν αποφάσεις που ανταποκρίνονται στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς και να διασφαλίζουν την αδιάκοπη θαλάσσια μεταφορά, ακόμη και σε απαιτητικές συνθήκες, όπως η περίοδος της οικονομικής κρίσης του 2008, η περίοδος του COVID-19 καθώς και η σημερινή περίοδος με τις έντονες γεωπολιτικές διαταραχές στην ευρύτερη περιοχή μας.

Αθροιστικά αποτελεί τον μεγαλύτερο και πιο εξωστρεφή οικονομικό κλάδο της Ελλάδας, αφήνοντας πίσω τομείς δραστηριότητας όπως οι μεταφορές, τα ακίνητα και το λιανεμπόριο, των οποίων τα έσοδα προέρχονται κυρίως από την εγχώρια αγορά.

Τέλος, η μελέτη αναδεικνύει μια σειρά από παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά όχι μόνο στη διατήρηση, αλλά και στην περαιτέρω ενίσχυση της θέσης της, αυξάνοντας κατά 3-4 δισ. δολ. ετησίως το εγχώριο αποτύπωμα του κλάδου, μια αύξηση της τάξης του 20%-30% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.

Μεταξύ άλλων προτείνει την ενίσχυση του ναυτιλιακού cluster, με τη διείσδυση σε νέες και αναδυόμενες αγορές, την εδραίωση της Ελλάδας ως βασικού κόμβου δεξαμενισμού στη Μεσόγειο, την εστίαση στην επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του ναυτιλιακού κλάδου, καθιστώντας την Ελλάδα έναν διεθνή κόμβο καινοτομίας στη ναυτιλιακή τεχνολογία, στην προώθηση της χώρας ως πρωτοπόρου δύναμης στη μείωση των εκπομπών άνθρακα μέσω επενδύσεων σε καινοτόμες πράσινες τεχνολογίες, στη δημιουργία πρότυπου κέντρου ναυτικής εκπαίδευσης με διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση.