«Όλοι θέλουν ειρήνη», λέει ο Αμερικανός πρόεδρος, με το βλέμμα στραμμένο στο ανοιχτό μέτωπο της Ουκρανίας. Όντως, αλλά υπό αντικρουόμενους όρους και με αλληλοαναιρούμενες αξιώσεις.
Πούτιν και Ζελένσκι θέλουν ειρήνη έπειτα από τρία χρόνια πολέμου, αλλά πέρα ή, μάλλον, πριν από την ειρήνη, ως προϋπόθεση ειρήνευσης, θέλουν και άλλα πολλά: οι μεν Ρώσοι να κρατήσουν όσα ήδη έχουν καταλάβει (περίπου το 20% δηλαδή των εδαφών της Ουκρανίας), οι δε Ουκρανοί να πάρουν πίσω κάποια από όσα έχουν χάσει. Σε αυτό το πλαίσιο, το Κίεβο παρουσιάστηκε διατεθειμένο να ανταλλάξει ρωσικά εδάφη που έχει καταλάβει στο Κουρσκ με ουκρανικά εδάφη που ελέγχονται από τους Ρώσους, ωστόσο η εν λόγω προσφορά απορρίφθηκε από τη Μόσχα.
Το θέμα δεν είναι, όμως, πια μόνον εδαφικό. Οι μεν Ρώσοι θέλουν να κρατηθεί η Ουκρανία μακριά από το ΝΑΤΟ αλλά και από όλες τις εκφάνσεις της δυτικής στρατιωτικής στήριξης. Το «ιδανικό» για εκείνους εάν μπορούσαν να το επιβάλουν, θα ήταν ακόμη και να αποστρατιωτικοποιηθεί πλήρως.
Οι Ουκρανοί όμως στον αντίποδα θέλουν αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας, όχι απλώς διαβεβαιώσεις-assurances αλλά εγγυήσεις-guarantees, διότι χωρίς αυτές ποιος τους εγγυάται ότι αύριο η Μόσχα δεν θα θελήσει να πάρει το Κίεβο, όπως άλλωστε ήδη προσπάθησε το 2022.
Εμπιστοσύνη δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, έπειτα από όσα έχουν προηγηθεί. Με βάση το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, η Ρωσική Ομοσπονδία υποτίθεται ότι θα σεβόταν την ουκρανική εδαφική ακεραιότητα αφού πήρε ως αντάλλαγμα της αποπυρηνικοποίηση της Ουκρανίας.
Στην πράξη ωστόσο, αυτή η εδαφική ακεραιότητα παραβιάστηκε, με τους Ρώσους να παρουσιάζουν ως αιτία μια σειρά από δικούς τους αμφιλεγόμενους λόγους: την ανάγκη «αποναζιστικοποίησης» της γειτονικής τους χώρας, την «απειλή» του ΝΑΤΟ που προσεγγίζει τα ρωσικά σύνορα (στο οποίο ΝΑΤΟ όμως η Ουκρανία δεν εντάχθηκε παρά τις «υποσχέσεις» της Συνόδου του Βουκουρεστίου), τη «μεγαλοσύνη» της Ρωσίας που έχει αυτοκρατορικό παρελθόν και δικαιούται να έχει τις δικές της σφαίρες επιρροής κ.ά. Ολα αυτά ωστόσο, ίσχυαν και πέρυσι και πρόπερσι. Δεν έχουν αλλάξει.
Πώς διαμορφώνονται πλέον τα δεδομένα εν έτει 2025, έπειτα από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο;
Ο νέος υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, παρουσίασε σήμερα -από τις Βρυξέλλες, όπου βρέθηκε για πάρει μέρος σε συνεδρίαση της Ομάδας Επαφής για την Αμυνα στην Ουκρανία- μια κάθε άλλο παρά εξωραϊσμένη εικόνα της κατάστασης. Σύμφωνα με όσα είπε, το ενδεχόμενο να πάρουν πίσω οι Ουκρανοί τα εδάφη που έχουν χάσει μετά το 2014 (χρονιά προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία), δεν αποτελεί ρεαλιστικό σενάριο.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι για να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, οι Ουκρανοί θα χρειαστούν εγγυήσεις ασφαλείας. Ο υπουργός Αμυνας του Τραμπ, όμως, ξεκαθάρισε ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, ενώ εκείνος αμφισβήτησε εμμέσως πλην σαφώς και τη χρησιμότητα που μπορεί να έχει η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Έτσι όμως δημιουργείται ένα κενό. Εάν οι Ουκρανοί έχουν όντως ανάγκη από εγγυήσεις ασφαλείας αλλά δεν μπορούν να τις πάρουν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τότε ποιος θα τους τις παράσχει και πώς θα γίνει αυτό αποδεκτό από τη Μόσχα;
Σε αυτήν τη φάση φαίνεται πως βρισκόμαστε σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια έπειτα από τη ρωσική εισβολή του 2022.
Η ουκρανική ηγεσία παρουσιάζεται πια, από την πλευρά της, να είναι περισσότερο ευέλικτη αναφορικά με όσα θα μπορούσε να αποδεχθεί ως προϋποθέσεις ειρήνευσης. Δείχνει να έχει αποδεχθεί ότι δεν πρόκειται να πάρει πίσω όλα τα εδάφη που έχασε, και παράλληλα παρουσιάζεται να συζητά εναλλακτικά σενάρια εγγυήσεων ασφαλείας, προφανώς γνωρίζοντας ότι το ενδεχόμενο ένταξής της στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να περάσει από τη θεωρία στην πράξη στο κοντινό μέλλον.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η Ρωσία παρουσιάζεται να επιμένει μαξιμαλιστικά διατηρώντας όλες τις δικές της αξιώσεις στο τραπέζι. «Ο Πούτιν ακόμη δεν έχει απελπιστεί» («Putin Is Not Yet Desperate»), έγραφε η Αλεξάνδρα Προκοπένκο πριν από εβδομάδες στο περιοδικό «Foreign Affairs».
Σε αυτό το σημείο έρχεται, όμως, να εισβάλει πια ως νέα παράμετρος ο (απρόβλεπτος;) παράγοντας Τραμπ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε μέσα σε λίγες ώρες, περίπου τρεις εβδομάδες έπειτα από την ορκωμοσία του και μόλις λίγα 24ωρα πριν από τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια (που ξεκινά αυτήν την Παρασκευή στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας), δύο τηλεφωνικές συνομιλίες: μία με τον Πούτιν (που προηγήθηκε) και μία με τον Ζελένσκι (που ακολούθησε). Σύμφωνα με όσα ανέφερε δε ο ίδιος, αμφότερες αυτές οι συνομιλίες «πήγαν πολύ καλά».
Παρά τη σχετική προεκλογική του δέσμευση (την οποία άλλωστε λίγοι πήραν στα σοβαρά), ο Τραμπ δεν κατάφερε να τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε ένα 24ωρο. Η πλευρά Τραμπ αφήνει ωστόσο τώρα να εννοηθεί ότι θα μπορούσε όντως να έχει δοθεί ένα τέλος σε αυτόν τον πόλεμο μέσα στους επόμενους μήνες, ενδεχομένως ακόμη και μέσα στις επόμενες περίπου 100 ημέρες, όπως έχει ακουστεί. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, είναι σαφές ότι θα πρέπει να μεσολαβήσει η αμερικανική πλευρά.
Η Ουάσιγκτον μπορεί να πιέσει την Ουκρανία, αυτό είναι προφανές. Είναι όμως, άραγε, παράλληλα διατεθειμένη να πιέσει και τους Ρώσους; Μπορεί; Και αν ναι, πόσο (έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια δυτικών κυρώσεων);
Αναλυτές όπως ο ακαδημαϊκός Στέφαν Βολφ, καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, υποστηρίζουν ότι το ειρηνευτικό όραμα του Τραμπ για την Ουκρανία περιορίζεται στην επίτευξη εκεχειρίας, σε μια συμφωνία δηλαδή κατάπαυσης του πυρός η οποία δεν θα επιλύει όμως επί της ουσίας κανένα από τα ζητήματα που οδήγησαν στον πόλεμο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μιλάγαμε για μια παγωμένη σύγκρουση, η οποία μπορεί όμως ανά πάσα στιγμή να αναφλεγεί. Σημειώνεται ότι με αυτό το σενάριο δείχνει σε έναν βαθμό να ταιριάζει και το «σενάριο Κορέας» στο οποίο έχει αναφερθεί ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για την Ουκρανία και τη Ρωσία, Κιθ Κέλογκ.
Άλλοι αναλυτές, του Kennan Institute για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι Ρώσοι και Ουκρανοί θα μπορούσαν όντως να σημειώσουν βήματα προόδου αλλά σταδιακά, μέσα από μικρής κλίμακας διαδοχικές συμφωνίες.
Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση γύρω από το Ουκρανικό δείχνει να μπαίνει πια σε φάση επανεκκίνησης συνοδευόμενη όμως από πλήθος ερωτηματικών, ενώ με αναγεννημένο ενδιαφέρον θα πρέπει να αναμένονται πια και όσα πρόκειται να ανακοινωθούν σχετικά με αυτό το θέμα κατά τη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια που ξεκινά αυτήν την Παρασκευή στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας παρουσία κορυφαίων Αμερικανών αξιωματούχων (Βανς, Ρούμπιο).
Ο ΖΕΛΕΝΣΚΙ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕΙ ΕΔΑΦΗ
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι εάν γίνονταν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, θα πρότεινε να ανταλλάξει εδάφη που ελέγχουν τα ουκρανικά στρατεύματα στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας με αντάλλαγμα την επιστροφή ουκρανικών εδαφών που κατέχει σήμερα η Ρωσία.
Αργότερα ο Ζελένσκι ανακοίνωσε ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία, διάρκειας περίπου μίας ώρας, με τον Αμερικανό ομόλογό του Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο συζήτησε τις «πιθανότητες επίτευξης ειρήνης» στη χώρα του.
Είχε προηγηθεί η τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Μιλήσαμε επί μακρόν για τις ευκαιρίες επίτευξης ειρήνης, συζητήσαμε την ετοιμότητά μας να συνεργαστούμε σε επίπεδο ομάδων (εργασίας) και τις τεχνολογικές δυνατότητες της Ουκρανίας» συμπεριλαμβανομένων των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και άλλων προηγμένων τεχνολογιών, ανέφερε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ ο Ζελένσκι.
Ο Ουκρανός πρόεδρος χαρακτήρισε «ουσιαστική» τη συνομιλία, διευκρινίζοντας ότι συζητήθηκε η προετοιμασία ενός εγγράφου σχετικού με την συνεργασία των δύο χωρών στους τομείς της ασφάλειας και της οικονομίας.
The post Τραμπ και Πούτιν θέλουν ειρήνη στην Ουκρανία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.