Πριν από λίγες ημέρες, πήγα στο θέατρο. Δίπλα μου καθόταν μία κυρία που φορούσε μάσκα. Μόλις την είδα, για ένα δευτερόλεπτο, πέρασε από το μυαλό μου εκείνο το υπόλοιπο σκέψης που έκανα και πολύ παλιά, πριν από έξι χρόνια δηλαδή, όταν έβλεπα, στο κέντρο της Αθήνας, γιαπωνέζους τουρίστες με μάσκες: «Κοίτα τώρα…». Και αμέσως μετά, ήθελα να αυτοχαστουκιστώ. Μα τόσο γρήγορα σβήστηκε από τη μνήμη μου η καραντίνα, τότε που αν και όταν κυκλοφορούσαμε, φορούσαμε όλοι μάσκες;
Ναι, τόσο γρήγορα σβήστηκε αλλά δεν νομίζω ότι συμβαίνει μόνο σε εμένα. Παρατηρώ ότι στις παρέες πολύ σπάνια πια αναφερόμαστε σε εκείνη την περίοδο. Οχι διότι, λόγω των συνθηκών, δεν υπήρχαν γεγονότα που να αξίζουν να τα διηγηθούμε κάποια χρόνια μετά, αλλά γιατί εκείνο το χρονικό διάστημα σαν κάπως να το πατικώσαμε, να το συμπιέσαμε ώστε να το χώσουμε σε μια σχισμή της μνήμης μας. Να είμαστε μεταξύ του «το περάσαμε» και του «δεν το περάσαμε». «Μήπως δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα;» έλεγε ένας φίλος χαριτολογώντας. «Μήπως συντονίστηκε όλη η ανθρωπότητα σε μία κοινή παραίσθηση;». Κι όμως, πριν από πέντε μόλις χρόνια, ο Covid ήταν ήδη στην αυλή μας κι εμείς προσπαθούσαμε να προβλέψουμε αυτά που, τελικά, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Και στις αρχές Μαρτίου κλειδαμπαρωθήκαμε, έχοντας να διαχειριστούμε κάτι πολύ δύσκολο για τον μέσο άνθρωπο του 21ου αιώνα. Την απομόνωση. Το να είναι τα τετραγωνικά του σπιτιού μας όλος μας ο κόσμος.
Προσπαθώ να ανακαλέσω στιγμιότυπα και αναφορές από την εποχή της καραντίνας. Τις περισσότερες φορές πέφτω σε τοίχο. Σε ποιο νούμερο στέλναμε μήνυμα για να βγούμε έξω; Σε ποιον αριθμό αντιστοιχούσε κάθε αιτία εξόδου; Τίποτα. Στα ταξί μπορούσε να μπει μόνο ένας επιβάτης ή δεν ήταν έτσι; Και, τελικά, έβαψα ποτέ μόνη μου τα μαλλιά μου ή περίμενα να ανοίξουν τα κομμωτήρια τον Μάιο. Ούτε καν αυτό. (Θυμάμαι μόνο τη συγκίνηση όταν ξανασυναντηθήκαμε στο κομμωτήριο πελάτισσες και υπάλληλοι. Σαν να γυρίζαμε από το μέτωπο, άγνωστες γυναίκες φιλιόμασταν μεταξύ μας). Κάναμε πρωτοχρονιά στις οκτώ το βράδυ και Ανάσταση στις δέκα διότι μετά είχαμε απαγόρευση κυκλοφορίας; Και μέχρι πόσα άτομα επιτρεπόταν να καθίσουμε σε οικογενειακό τραπέζι; Διαπιστώνω ωστόσο ότι θυμάμαι καλύτερα τις σκανταλιές της καραντίνας. Τις φορές που με έπιασε το επαναστατικό μου και αγνόησα τους περιορισμούς. Τις άδειες που προσπαθούσαμε να εξασφαλίσουμε από φίλο φίλου για να κυκλοφορούμε και πέραν του ωραρίου. Ενα πάρτι που κάναμε για να γιορτάσουμε τα «στρογγυλά» γενέθλια φιλενάδας και μαζευτήκαμε οι διπλάσιοι από το επιτρεπόμενο όριο καλεσμένων.
Αυτή είναι όμως η άμυνα της μνήμης από καταβολής του ανθρώπου. Απωθεί τα δυσάρεστα – όταν βέβαια είναι εντός των ορίων της ανθρώπινης αντοχής – και κρατά τα ευχάριστα. Ετσι και η καραντίνα δεν μας άφησε πολλές μνήμες. Αλλα μας άφησε. Τα παρελκόμενα του μετατραυματικού στρες που τώρα διαχειριζόμαστε έστω και αν δεν συνειδητοποιούμε ότι έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την περίοδο. Νέου τύπου φοβίες και άγχη. Αυτό είναι όμως μια άλλη μεγάλη ιστορία.