Το σκηνικό αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο. Οχι μόνο για την πρόεδρο και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που δέχονται τηλεφωνικές απειλές. Αλλά για την ίδια τη Δημοκρατία. Διότι όταν ανώτατες δικαστικές λειτουργοί απειλούνται ανοιχτά, στη μία περίπτωση χωρίς καν απόκρυψη αριθμού στην κλήση, τότε κάτι στη χώρα δεν λειτουργεί σωστά.
Το γεγονός όμως υποδηλώνει και κάτι ακόμα πιο σοβαρό. Πως είναι πλέον διάχυτη και απολύτως εμπεδωμένη στη χώρα η αίσθηση της ατιμωρησίας. Στο ίδιο μήκος κύματος και ανάρτηση επωνύμως μίας δικηγόρου, η οποία ανέβασε τη φωτογραφία και το όνομα εφέτη ανακριτή αποκαλώντας τον επίορκο και «δουλικό Κούλη που κρατάει σοβαρότατα αποδεικτικά στοιχεία στο συρτάρι του» και προέτρεπε τους πολίτες να τον τραμπουκίσουν διαδικτυακά. Εφτασε ακόμα στο σημείο να χρησιμοποιήσει την εξαφάνιση ενός ανθρώπου, του γιου της εισαγγελέως Λάρισας, γράφοντας ότι τον απήγαγαν για να την εκβιάσουν για το σιδηροδρομικό δυστύχημα. Προφανώς η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου παρήγγειλε κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση, όμως το ασύλληπτο είναι ότι η ίδια δικηγόρος έδωσε συνέντευξη σε πρωινή ψυχαγωγική εκπομπή λέγοντας πως δεν έγινε και τίποτα γιατί δεν ήταν το πρώτο που έχει γράψει, πως χρησιμοποιεί και άλλες φορές υβριστικούς χαρακτηρισμούς και πως μάλιστα έχει προτρέψει και σε βία εναντίον της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου! Την προηγούμενη ημέρα γνωστή ομάδα κρούσης έκανε μοτοπορεία και πέταξε τρικάκια στο σπίτι του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τασούλα.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ ύψιστοι θεσμοί που διέπουν το δημοκρατικό πολίτευμα βάλλονται ανοιχτά, το πολιτικό σύστημα της χώρας τυρβάζει περί άλλων, υποδαυλίζοντας αν όχι ενορχηστρώνοντας το κλίμα τοξικότητας που έχει κατακλύσει τη δημόσια σφαίρα προς άγρα δημοσκοπικών μονάδων. Η πλατεία επιχειρείται και πάλι να καταστεί καταλύτης πολιτικών εξελίξεων και επιδιώκεται να γεμίζει όλο και πιο συχνά – όλο και πιο πυκνά. Από κοντά εμείς οι δημοσιογράφοι που απερίσκεπτα αναπαράγουμε από καιρού εις καιρόν διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, επιπόλαια επιδιδόμενοι σε εκείνον τον λαϊκισμό που πριν από κάποια χρόνια οδήγησε στον συλλογικό εθνικό μας παροξυσμό. Στο κυνήγι μονάδων τηλεθέασης, κλικ, φύλλων συναγωνιζόμαστε σε δημαγωγία τους πολιτικούς, μιλώντας με μηδενική επιστημονική γνώση ως τεχνικοί αναλυτές ή ζητώντας από χαροκαμένους γονείς να τοποθετούνται ως πραγματογνώμονες ή χημικοί. Φυσικά και υπάρχουν σοβαροί επαγγελματίες που επιχειρούν με έρευνα και ρεπορτάζ να ρίξουν φως σε τραγικά περιστατικά, τις περισσότερες φορές όμως η φωνή τους καλύπτεται από τις οιμωγές του λαϊκισμού.
Την ίδια στιγμή, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών εκφέρεται όλο και πιο επιπόλαια, ενώ συχνά είναι δυσδιάκριτη η κομματική του αφετηρία. Τα άκρα σε πλήρη συγχρονισμό και ώσμωση προσπαθούν μέσα από κομματικούς στρατούς στα κοινωνικά δίκτυα να επιβάλλουν ατζέντα, την οποία ασθμαίνοντας προσπαθούμε να ακολουθήσουμε, στρεβλά θεωρώντας πως επειδή κάποιοι φωνάζουν πιο δυνατά είναι και οι πιο πολλοί. Στο εσωτερικό των κομμάτων υπάρχουν διεργασίες για συστρατεύσεις και συγκρότηση ετερόκλητων μετώπων που βαφτίζονται ως «προοδευτικά» και αποτελούνται από κάποιους που αποκαλούσαν διεφθαρμένους αυτούς με τους οποίους τώρα θέλουν να συστρατευτούν.
Η κυβέρνηση από την άλλη σε ρόλο σχολιαστή περιγράφει με ωραίες εκφράσεις αδιανόητες για δημοκρατική χώρα καταστάσεις, λέγοντας ας πούμε πως «η επίθεση εκπροσώπων της χειρότερης εκδοχής του φασισμού στο σπίτι του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τασούλα, την ημέρα της εκλογής του, με συνθήματα μίσους, δεν φοβίζει κανέναν δημοκρατικό πολίτη».
Κι όμως αυτό ακριβώς κάνει. Φοβίζει κάθε δημοκρατικό πολίτη που βλέπει να παίζεται ξανά το ίδιο έργο και η κοινωνία κινδυνεύει ξανά με την ίδια συνταγή να αποσταθεροποιηθεί.