
Στις 29 Ιανουαρίου 2025, μια μέρα μετά τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, δημοσίευσα σε αυτή τη σελίδα, στα «ΝΕΑ», κείμενο που είχε γραφτεί το βράδυ της προηγουμένης. Επισήμαινα ότι οι στόχοι των συλλαλητηρίων αυτών ήταν ευρύτερα πολιτικοί, προσπαθούσαν να αναγεννηθεί ένα κίνημα νεο-Αγανακτισμένων με στόχο την ανωμαλία και την εκτροπή κι ότι εντέχνως τα συλλαλητήρια αυτά οργανώθηκαν ώστε να είναι «πέρα και πίσω από το βασικό ζήτημα, την επιπόλαιη εγκατάλειψη από έναν υπεύθυνο εργαζόμενο της θέσης του το βράδυ του δυστυχήματος». Κάπως έτσι, εξηγούσα, βρέθηκαν, «με αντεξουσιαστικά αιτήματα, στον δρόμο οι πρώην συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ο Νίκος Ανδρουλάκης, πολλοί αριστεριστές αλλά και ακροδεξιοί, ο Βελόπουλος και η Νίκη, προκειμένου όλοι να καρπωθούν το εμπόριο του ανθρώπινου πόνου συγγενών, που υπέστησαν την πιο αδιανόητη οδύνη: έχασαν ξαφνικά τους δικούς τους ανθρώπους». Δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια αισθήματα τροφοδοτούν ένα κύμα αγανάκτησης, ακόμα και μετά τις διαψεύσεις περί παράνομου φορτίου εύφλεκτου υλικού, περί των δύο βαγονιών που δήθεν κάηκαν και πολλών ακόμα δήθεν.
Πρόσθετα ότι η λογική και η μέθοδος των συλλαλητηρίων θύμιζε το αντισυστημικό καλοκαίρι του 2011, που προετοίμασε «το εφιαλτικό 2015». Συμμετείχαν οι ίδιες δυνάμεις «που καρπώθηκαν εκείνη την πεποιημένη αγανάκτηση για το μνημόνιο, αριστερές και δεξιές, με την προσθήκη αυτή τη φορά της νεοαγανακτισμένης και πολιτικά άφρονος ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ», μεταφέροντας στον δρόμο και την πλατεία «το εργαλειοποιημένο “σκοτεινόν πάθος της πικράς οργής”, σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος (που κάπως έτσι ορίζει τη μνησικακία). Ο τρόπος αυτός είναι οριζόντιος, πέρα από πολιτικές ταυτότητες (Δεξιά/Αριστερά) και ακατάβλητος».
Προέβλεπα επίσης ότι τα συλλαλητήρια ήταν σοβαρή εξέλιξη επειδή μετέτρεψαν μια δικαστική πλέον υπόθεση σε κίνημα που θα επιδίωκε «να αποκτήσει υπόσταση και διάρκεια, ευνοώντας και διεργασίες πολιτικών συγκλίσεων», με στόχο να βρει απήχηση «στη μοναδική συγκροτημένη πρόταση την οποία σχεδόν έξι χρόνια αρθρώνει: τον αντιμητσοτακισμό». Οι θέσεις μου εκείνες επικρίθηκαν και από φίλους. Οι επικρίσεις έδωσαν τη θέση τους σε βρισιές και τρολαρίσματα, ανάλογης έντασης με του 2011, όταν σιγά σιγά η νέα Αγανάκτηση κέρδισε έδαφος, εκτοπίζοντας από τη συζήτηση τα λογικά επιχειρήματα. Μια περιήγηση στα σόσιαλ μίντια επιτρέπει να δει κανείς την αναβίωση των παθών που καλλιέργησε το αντιμνημόνιο την περασμένη δεκαετία, τώρα μεταμορφωμένο σε ένα οργισμένο συνονθύλευμα στο όνομα της Συγκίνησης. Οι θεωρίες συνωμοσίας που πρωτοδιακίνησε ο Βελόπουλος, ακόμα κι όταν καταρρίφθηκαν, εξακολουθούν να υποκινούν την πίεση «στο σύστημα εξουσίας» που κυβερνά, ουσιαστικά στο μοναδικό μεταρρυθμιστικό πολιτικό εγχείρημα που σήμερα υφίσταται. Η κοινωνία πιέζεται να εκδικηθεί τον Μητσοτάκη για λογαριασμό των δυνάμεων της αδράνειας και της ανωμαλίας, επειδή τις εκτόπισε από το προσκήνιο. Καλείται, δηλαδή, να εργαστεί, όπως και το 2011, για τη δημοκρατική εκτροπή. Καλείται, δηλαδή, να αυτοκτονήσει.
Καλείται μάλιστα γι’ αυτό και από κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, που έχουν πληρώσει σοβαρό τίμημα από τον ανορθολογισμό ως κυρίαρχο κύμα. Επισήμαινα, πάντως, από την αρχή ότι αν το ρεύμα που δημιούργησαν τα πρώτα συλλαλητήρια γίνει κυρίαρχο, το ΠΑΣΟΚ δεν θα καρπωθεί κανένα όφελος, επειδή οι αγανακτισμένοι από τη συγκίνηση θα επιλέξουν κανονικούς αντισυστημικούς και όχι τους μιμητές τους. Οπως και συμβαίνει.
Τη δεύτερη επέτειο του δυστυχήματος, στα νέα συλλαλητήρια της νέας υποκινούμενης Αγανάκτησης και στη συνεχιζόμενη απόπειρα αντιδημοκρατικής εκτροπής, θα φανεί αν η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να είναι φτερό στον άνεμο του λαϊκισμού ή αν κάτι έμαθε τη δεκαετία της χρεοκοπίας.