Εσείς τη Δικαιοσύνη σε τι χρωματάκι τη θέλετε;

Δεν είναι μία, δεν είναι δύο, δεν είναι τρεις οι σχετικές αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια. Είναι αρκετές (και μιλάω μόνο γι’ αυτές που έπεσαν στη δική μου αντίληψη) ώστε να συγκροτούν τάση. Πριν από λίγες μέρες, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο για την καταπολέμηση της οπτικοακουστικής πειρατείας στο οποίο αναφέρονται τα πρόστιμα που θα επιβάλλονται σε χρήστες και διακινητές παράνομου λογισμικού και εξοπλισμού. Με απλά ελληνικά, σε αυτούς που «κατεβάζουν» και βλέπουν τζάμπα ταινίες. Συγκεκριμένα, τα πρόστιμα θα είναι 750 ευρώ για οικιακούς χρήστες, 1.500 ευρώ για δημόσια προβολή και 5.000 όταν ο στόχος είναι το οικονομικό κέρδος. Τα σχόλια με τα οποία συνοδεύθηκε η σχετική είδηση ήταν φωτιά και λαύρα. Για το «κακό» υπουργείο που δεν μας επιτρέπει τη δωρεάν πρόσβαση, που τα βάζει με τους φτωχούς φιλότεχνους προκειμένου να υπερασπιστεί την τσέπη των παραγωγών, ότι η Τέχνη είναι για όλους και τα πάντα στον βωμό του καπιταλισμού και άλλα τέτοια.

Μαντέψτε τώρα. Οσοι τα έγραφαν αυτά, είναι άνθρωποι του ευρύτερου καλλιτεχνικού χώρου που είχαν πρωτοστατήσει (και πολύ καλά έκαναν) στο Support Art Workers, που είχαν ανεμίσει τα φλάμπουρα (εδώ δεν έκαναν καλά διότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έβλεπαν τη μεγάλη εικόνα) ενάντια στην υποτιθέμενη υποβάθμιση του πτυχίου των δραματικών σχολών, που είναι πάντα απίκου σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις. Οτι δηλαδή τι; Θέλουν να μην υπάρχουν δικαιώματα προβολής; Να μπορούν να δουν οι πάντες τα πάντα τζάμπα; Αυτό όμως δεν ακυρώνει τα εισπρακτικά δικαιώματα όσων συμμετέχουν σε μια δουλειά; Από πού θα πληρωθούν αυτοί; Από έναν παραγωγό που δεν τον ενδιαφέρει το κέρδος και κάνει δουλειές για την ψυχή της μάνας του; Και αν ο παραγωγός της παράστασης ή της τηλεοπτικής δουλειάς στην οποία συμμετέχουν τους μαζέψει αύριο και τους πει «Μάγκες, επειδή εγώ δεν τον γουστάρω τον καπιταλισμό, δεν θέλω να με πληρώνουν τα κανάλια ούτε να βάζω εισιτήριο άρα δεν θα πληρώνεστε κι εσείς» όλα καλά; Θα είναι δίκαιο; Αν δεν είναι (που δεν είναι) γιατί είναι δίκαιο να βλέπουν οι ίδιοι ταινίες χωρίς να καταβάλλουν το συμβολικό αντίτιμο;

Η Δικαιοσύνη, στη συνείδηση του μέσου Ελληνα, είναι ντουμπλ φας. Δίκαιο δηλαδή είναι η επιβεβαίωση και η επιβράβευση αυτού που βολεύει και εξυπηρετεί. Είτε την τσέπη του είτε τη συνείδησή του. Αδικο ό,τι δεν επαληθεύει τα σενάριά του. Και ξέρουμε πόσο εύκολο είναι να καλλιεργηθούν σενάρια. Θέτεις ερωτήματα, τα αφήνεις να αιωρούνται, ντομπάρεις έναν λαό που έχει τα νεύρα του από οκτώ χρονώ και μετά κρύβεσαι πίσω από το ερωτηματικό σου. «Μα εγώ δεν είπα, μόνο ρώτησα». Και καλά να το κάνει αυτό η βουλευτής Ραλλία που είδε το φως το αληθινό στον πολιτικό λόγο του Κασσελάκη. Να το κάνουν όμως αρχηγοί κοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν λέει.

Και το έκαναν στην περίπτωση του θανάτου του Βασίλη Καλογήρου. Πριν καν αποφανθεί η ιατροδικαστική έκθεση αποφάσισαν, αφ’ εαυτού τους, την εγκληματική ενέργεια. Την οποία συνέδεσαν με την τραγωδία των Τεμπών. Κι ας την έχει αποκλείσει, από τις πρώτες ημέρες της εξαφάνισης του Βασίλη, το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξέρει καλύτερα. Αλίμονο…

Confessions

on a dance floor

Αυτή η sur mesure άποψη περί Δικαιοσύνης είναι το πιο πρόσφορο έδαφος για να αναθυμιάσουν οι υπόνομοι της τοξικότητας. Με υπόνοιες που ακόμη και όσοι τις διακινούν παραδέχονται ότι, έστω και αν διαψευστούν, θα έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου κι αυτό είναι που έχει σημασία.

Η Μαντόνα, το μακρινό 2005, ονόμασε τον δίσκο της «Confessions on a dance floor» («Ομολογίες στην πίστα»). Το να λες ότι ακόμη και αν καταρρεύσουν οι κατηγορίες, η δουλίτσα έχει γίνει διότι ντοπαρίστηκε ο κόσμος, είναι μια κυνική ομολογία που ανεβάζει πολύ ψηλά την πίστα της τοξικότητας. Η κατάντια μας είναι ότι όσοι το επιχειρούν, το ομολογούν χωρίς να κρατούν το παραμικρό πρόσχημα.