Οδός Σανταρόζα

Δεν είναι από επάγγελμα, δεν είναι αυτός ο λόγος που πάω και στριμώχνομαι στο Κακουργοδικείο, αλλά εκεί έχουμε φτάσει. Να ανασύρουμε τους στίχους του Βασίλη Νικολαΐδη, γραμμένους το σωτήριον έτος 1981, μήπως και κατανοήσουμε τι συνέβη και γίναμε όλοι του κοινού ποινικού. Δεν είναι ανάγκη να έχεις κάνει κάτι για να θεωρηθείς ένοχος. Αρκεί που το σκέφτηκα εγώ μαζί με άλλα μικρά «εγώ» που τα τραβάνε από τη μύτη κάτι «Εγώ» καλοθρεμμένα, που έχουν και τις άκρες τους. Κόλαφος η φάση, και γυρνάω οικειοθελώς και τ’ άλλο μάγουλο, μπας και αφήσουνε εμένα για να πιάσουν εσένα. Γιατί ούτε εσύ θα τη σκαπουλάρεις αν προηγουμένως δεν δηλώσεις, αν δεν διαδηλώσεις, αν δεν δεις το δημόσιο τραύμα σαν Photo opportunity. Παλιά δεν φωτογραφιζόμασταν στις διαδηλώσεις, ούτε από μόνοι μας ούτε από επαγγελματίες. Τα έντυπα δεν έστελναν επί τόπου φωτορεπόρτερς. Ολη κι όλη η δημοσιότητα βασιζόταν στο σέρβις λίγων πρακτορείων τα οποία διπλοτριπλομοσχοπουλούσαν τα ίδια μαυρόασπρα κλισέ σε όλες τις εφημερίδες, κι αλοίμονο αν η μάνα σου ξετρύπωνε εκεί μέσα τη φάτσα σου. Θα σου άλλαζε τον αδόξαστο χωρίς αναγκαστικά να διαφωνεί μαζί σου, αλλά μόνον και μόνον από συστολή διδαχθείσα κατ’ οίκον, καθώς και για την κακιά την ώρα. Δεν είναι μακριά η Νύχτα των Κρυστάλλων και οι μετεωρολόγοι μάς υπόσχονται πολλές κρύες νύχτες, νύχτες κρύσταλλο, μπούζι.

Το χειρότερο σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι τα φληναφήματα του Φάμελλου, της Ζωής και του Ανδρουλάκη δεν μετράνε καθόλου αλλά μάλλον χασούρα έχουν να αποκομίσουν από αυτά. Ενας αόρατος και τιμωρός Θεός, ένας Θεός μοβόρος, ετοιμάζεται να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Δεν έχω ιδέα αν θα τον λένε Βλαδίμηρο, θείο Ντόναλντ ή «Ας γελάσω κινέζικα». Ξέρω όμως ότι είναι η ώρα οι Γερμανοί να πάψουν να τα κάνουν μασούρι και να γυρίσουν ξανά στις φάμπρικες να φτιάχνουν φυσίγγια. Ξέρω επίσης ότι οι Γάλλοι αντί για διακοπές (Grandes Vacances) θα πηγαίνουν φαντάροι κι ότι οι Αμερικάνοι θα ξαναπαίρνουν τα λουμινάλ με τις χούφτες. (Luminal. Θρυλικό βαρβιτουρικό  του 1912, που συνιστάται από τον Π.Ο.Υ.)