
Η Αθήνα της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του ’00 έμοιαζε μεθυστική. Η νυχτερινή διασκέδαση φαινόταν ασταμάτητη. Θρυλικά κλαμπ κυριαρχούσαν, φιλοξενώντας διάσημους ντιτζέι, διοργανώνοντας μεγάλα πάρτι και προσελκύοντας χιλιάδες κόσμου τα Σαββατοκύριακα. Ολα αυτά είναι παρελθόν. Τα σούπερ-κλαμπ της περιόδου αυτής έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους έχουν αναδυθεί νέοι χώροι, αντεργκράουντ, DIY, θεματικά και κοινοτικά συχνά πάρτι, οργανωμένα από ατομικότητες ή συλλογικότητες, ανεξάρτητους φορείς και μικροεπιχειρηματίες. Η αλλαγή αυτή δεν είναι απόρροια απλώς αλλαγών στην αισθητική ή τη μόδα· έχει να κάνει με τα χρήματα, τον χώρο και μια διαφορετική σχέση με τον τρόπο που καταναλώνεται αυτό που ονομάζουμε «nightlife».
Το τέλος των μέγκα-κλαμπ. Η κατάρρευση των μαζικών κλαμπ δεν συνέβη εν μια νυκτί. Η οικονομική χρήση της δεκαετίας του 2010 πίεσε ασφυκτικά τόσο τους επιχειρηματίες όσο και τους θαμώνες. Το υψηλό επιχειρηματικό κόστος και η εξάτμιση του διαθέσιμου εισοδήματος κατέστησαν αδύνατη την επιβίωση μεγάλων χώρων νυχτερινής διασκέδασης. Με τα εισοδήματα να κατακρημνίζονται και τα ενοίκια να αυξάνονται διαρκώς, οι χώροι που κάποτε συμβόλιζαν το αθηναϊκό nightlife αποχαιρέτησαν το κοινό τους. «Το επιχειρηματικό μοντέλο που συντηρούσε τα μεγάλα κλαμπ δεν είναι ικανό να επιβιώσει σήμερα», μας είπε άνθρωπος που εργάστηκε στον χώρο για χρόνια. Και είναι η αλήθεια. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα να ξοδέψει σε ακριβό εισιτήριο εισόδου και τσιμπημένα ποτά. Μιλήσαμε με άτομα ηλικίας 18-28 ετών ρωτώντας τους το ακριβές ποσό του προϋπολογισμού μιας σαββατιάτικης εξόδου στο κέντρο της πόλης. Κυμαίνονται στα 20-30 ευρώ ανά έξοδο. «Ενα – δυο ποτά και μετά σπίτι περιμένοντας το πρωινό μετρό», όπως μας λένε χαρακτηριστικά. Το να ξοδέψουν 50 ευρώ σε μια έξοδο τους φαίνεται εξωφρενικό, όπως μας λένε, τουναντίον η νόρμα είναι πάρτι σε σπίτια, αποθήκες ή χώρους που νοίκιασαν παρέες από κοινού, μοιράζοντας τα έξοδα.
Η τάση αυτή δεν παρατηρείται μόνο στην Αθήνα αλλά διεθνώς με πόλεις όπως το Λονδίνο και το Βερολίνο να έχουν εδώ και καιρό αγκαλιάσει – καθιστώντας πια παράδοση – τα αυτοοργανωμένα πάρτι από κολεκτίβες ή τα θεματικά pop-up πάρτι. Queer συλλογικότητες, φαν της techno και των εκλεκτικών παρακλαδιών της, πολιτιστικές πρωτοβουλίες διαμορφώνουν μια πιο ποικιλόμορφη σκηνή clubbing. Και όλα αυτά σε ανορθόδοξους χώρους όπως εγκαταλελειμμένα κτίρια, αποθήκες, στοές, ακόμα και γέφυρες. Σε ένα από αυτά τα πάρτι τις προάλλες στον χώρο του πρώην ξενοδοχείου «Μπάγκειον» στην Ομόνοια, η Ελενα, μια θαμώνας, μου είπε: «Νιώθει κανείς πιο ασφαλής σε αυτά τα πάρτι και πιο καθοδηγούμενος από την κοινότητα», προσθέτοντας ότι «δεν είσαι απλώς ένας ακόμη πελάτης σε ένα μεγάλο, απρόσωπο κλαμπ – ανήκεις σε μια κοινότητα, κάνεις κάτι». Αυτή η εξέλιξη έχει επίσης επεκτείνει τη μουσική ποικιλομορφία της νυχτερινής ζωής της Αθήνας. Μπορείς, με λίγο ψάξιμο, να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα: από latin και techno, μέχρι θεματικά πάρτι αφιερωμένα στην Τέιλορ Σουίφτ ή τη Μαντόνα.
Αντεργκράουντ σκηνή. Φυσικά μαζί με την αλλαγή των τάσεων στη νυχτερινή διασκέδαση ήρθε και μια αλλαγή στη χρήση ναρκωτικών στο πλαίσιο του clubbing. Οχι σε ό,τι αφορά τα είδη ναρκωτικών που καταναλώνονται, καθώς σύμφωνα με τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, η χρήση ναρκωτικών που συνδέεται με τη νυχτερινή διασκέδαση μονοπωλείται ακόμα από την κοκαΐνη, την κάνναβη και το MDMA, σημειώνοντας συγχρόνως ότι έχει παρατηρηθεί αύξηση στη χρήση της κεταμίνης. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η αντιμετώπιση. Είναι όλο και περισσότερες οι πρωτοβουλίες drug checking (ελέγχου της ποιότητας των ουσιών) και harm reduce (μείωση της βλάβης από ενδεχόμενη χρήση) κυρίως στο εξωτερικό, όπου χώρες όπως η Ισπανία και η Ολλανδία έχουν ενσωματώσει προγράμματα ελέγχου ναρκωτικών σε φεστιβάλ και νυχτερινά κέντρα, προσφέροντας στους χρήστες πληροφορίες για την καθαρότητα και την επικινδυνότητα των ουσιών. Στην Ελλάδα, η έννοια του drug checking παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη και νομικά γκρίζα, με την έμφαση των Αρχών να δίνεται περισσότερο στην καταστολή παρά στην πρόληψη. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον από ακτιβιστικές ομάδες και συλλογικότητες που πιέζουν για πιο σύγχρονες προσεγγίσεις στη μείωση βλάβης, ειδικά στο πλαίσιο των εναλλακτικών πάρτι και φεστιβάλ.
Καθώς η Αθήνα επανεφευρίσκει τη νυχτερινή της ζωή, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί η πόλη να εξισορροπήσει την αναπτυσσόμενη underground σκηνή της με την ασφάλεια; Η απάντηση θα είναι κρίσιμη για την αθηναϊκή νύχτα.