Ο Μιχάλης Τσιανίκας γεννήθηκε στην Ανατολή Λάρισας το 1951. Σπούδασε Νεοελληνικές Σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, όπου παρέμεινε για 14 χρόνια και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση. Στην Αυστραλία ήρθε το 1987.και δίδαξε Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο Σίδνεϊ. Το 1989 έγινε μέλος του διδακτικού προσωπικού του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου Φλίντερς στην Αδελαΐδα και στη συνέχεια καθηγητής και επικεφαλής του Τμήματος μέχρι την αφυπηρετησή του το 1918. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου Φλίντερς.

Ο Τσιανίκας έχει γράψει τα βιβλία “Ο Φλωμπέρ στην Ελλάδα”, “Σεφέρης με τους ρυθμούς των αλόγων”, “Μια κριτική προσέγγιση στην Αμμόχωστο Βασιλεύουσα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη” κ.ά. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τον τίτλο “Καβάφης, Το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια”, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2023. Στο βιβλίο αυτό ο Τσιανίκας πραγματεύεται το θέμα της ατομικής ελευθερίας στον Καβάφη. Το βιβλίο έτυχε σημαντικής δημοσιότητας και σχολιασμού και μπήκε στη Βραχεία Λίστα των Κρατικών Βραβείων, στην κατηγορία Δοκίμιο – Κριτική, του ΕλληνικούΥπουργείου Πολιτισμού για το 2024. Ήρθε σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από το Βραβείο το οποίο δόθηκε κατά πλειοψηφία. Στο σκεπτικό της Επιτροπής έγινε αναφορά στο βιβλίο του Τσιανίκα:
«Στο δεύτερο βιβλίο, ο Τσιανίκας αναδεικνύει έναν άλλο, άγνωστο Καβάφη, ανατρέπει κρατούσες αντιλήψεις και φέρνει στο φως την πάλη του ποιητή να ισορροπήσει ανάμεσα στον παγανισμό-ελληνισμό αφενός και στον (ελληνο)χριστιανισμό –που επικράτησε τελικά– αφετέρου. Βλέπει τους δύο ανταγωνιστές να χορεύουν “το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια”, τελευταίο γιατί ο νικημένος νομοτελειακά θα εξαφανιστεί, την ώρα που τον ποιητή εξακολουθεί να ταλανίζει το δίλημμα: κρατούσα ηθική ή ελευθερία; Διερευνώνται ακόμη οι φιλοσοφικές πτυχές του έργου του Καβάφη (δαιμονική ηθική, κοσμοπολιτισμός, οικουμενικός μοραλισμός, ηδονή), με τρόπο που προσδίδουν και “πολιτικό” χαρακτήρα στο βιβλίο».
Ακολουθεί μια συνέντευξη που μου έδωσε ο ομότιμος καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας για το παραπάνω βιβλίο του.
Χρήστος Φίφης (ΧΦ): Αγαπητέ Μιχάλη, αρχικά να σε συγχαρώ που το βιβλίο σου “Καβάφης: Το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια”, έφτασε στον τελικό για βράβευση από το Υπουργείο Πολιτισμού ως το καλύτερο δοκίμιο του 2023. Από ό,τι κατάλαβα από το σκεπτικό της επιτροπής, ήταν σχεδόν σε ανάσα αναπνοής από του να βραβευτεί, αλλά τελικά η πρωτειά δόθηκε σε άλλον.
Μιχάλης Τσιανίκας (ΜΤ): Το βιβλίο δεν το πρότεινα εγώ. Δεν το περίμενα. Γιατί το βιβλίο αυτό είναι ανατρεπτικό και αντισυστημικό. Αν βραβευόταν, θα ήταν σαν να διεγραφόταν η βαθύτερη ουσία του. Από την άλλη, μιλούμε για ένα μεγάλο έργο κοντά στις 600 πυκνογραμμένες σελίδες, με μια περίπλοκη προοπτική που δεν θα ήταν σε θέση η κριτική επιτροπή να συλλάβει το μέγεθός της. Αυτό φάνηκε από την κριτική τους τοποθέτηση: άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
ΧΦ: Θα μπορούσες να περιγράψεις αδρομερώς το περιεχόμενο του βιβλίου;
ΜΤ: Δύσκολο να το συμπεριλάβω σε λίγες γραμμές. Ας προσπαθήσω όμως. Το βιβλίο καταρτίζεται από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο εξετάζονται συστηματικά όλα τα ποιήματα του Καβάφη που σχετίζονται με το χριστιανικό αφήγημα: 340-1448 μ.Χ. Εκεί ξετυλίγεται με αισθητικό και σοφιστικό τρόπο η εμμονή του Καβάφη να αναφέρεται στο φοβερό αυτό πολιτισμικό κίνημα, τον Χριστιανισμό, που άλλαξε ριζικότατα τον κόσμο. Ο Καβάφης προσπαθεί να καταλάβει τι περίπου έγινε και, κυρίως, πώς συνέβη μια τέτοια κοσμοϊστορική ανατροπή και ποιες συνέπειες είχε. Αυτό βέβαια απασχόλησε -όχι με τόση συστηματικότητα- την τεράστια καβαφική βιβλιογραφία. Στη συντριπτική πλειοψηφία, και αρκετά αμήχανα, οι περισσότεροι κριτικοί αποφάνθηκαν ότι ο Καβάφης “ήταν χριστιανός”. Η δική μου ανάλυση με οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Ο Καβάφης είχε τεράστια θέματα με την ιδεολογία του Χριστιανισμού, όχι με την τυπική και τυπολογική σημασία του όρου, αλλά την οντολογική του: αυτό που διαπερνά την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας. Δύο, κατ’ εμέ, είναι οι μεγάλοι βάρδοι της ελευθερίας μας: ο Σολωμός (όσον αφορά κυρίως στην εθνική ελευθερία) και ο Καβάφης (όσον αφορά στην υπαρξιακή). Αυτό είναι γενικά το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου μου. Ακολουθούν άλλα πέντε, στα οποία εμβαθύνεται πολύ πιο διεισδυτικά η φιλοσοφική, υπαρξιακή και αισθητική εμβέλεια των διαπιστώσεων του πρώτου κεφαλαίου. Θα χρειαζόταν περισσότερος χώρος να επεκταθώ εδώ.

ΧΦ: Θα μπορούσες Μιχάλη να υπογραμμίσεις κάποια από τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν γιατί ο Καβάφης είχε πρόβλημα με τηνχριστιανική ιδεολογία;
ΜΤ: Αρχικά, Χρήστο, ορθά μιλούμε για ιδεολογία. Από τη στιγμή που καλείται ο ανθρώπινος εγκέφαλος να οριοθετήσει αλλά και να δομήσει τη σχέση του με τον εαυτό του και τον κόσμο που τον περιβάλλει, είτε πρόκειται για τα αισθητά, τα αισθητικά, τα πολιτικά, τα μεταφυσικά κτλ., δεν μπορούμε παρά να μιλούμε για ιδεο-λογία. Όλες όμως οι ιδεολογίες δεν είναι το ίδιο: υπάρχουν αυτές που είναι ανοιχτές, αυτο-ελεγχόμενες και ετερο-ελεγχόμενες και κάποιες άλλες που είναι κλειστές και αδιαπραγμάτευτες: τις αποκαλούμε δογματικές. Τα παραδείγματα εδώ περισσεύουν. Για το θέμα του χριστιανισμού ο Καβάφης υπογραμμίζει έμμεσα τις ενστάσεις του προς τον χριστιανικό συστημικό δογματισμό: την αλήθεια του Ενός δηλαδή, η οποία θεσπίζεται επιπλέον με συνοδικές αποφάσεις, χωρίς τη δυνατότητα αντιλόγου. Μιλώ κυρίως βέβαια για τις απαρχές του Χριστιανισμού και τους αιώνες που ακολούθησαν αλλά φτάνει, με τον έναν ή άλλον τρόπο, ως τις μέρες μας. Αυτό ο Καβάφης το κάνει σε αντιπαράθεση με αυτό που υπήρχε πριν το Χριστιανισμό και είναι η αρχαία ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο χάσμα χωρίζει τα δυο πολιτισμικά φαινόμενα. Το ένα πηγάζει από μια ιστορία χιλιετιών και ανέδειξε τον λαμπρότερο πολιτισμό ως τις μέρες μας: τον ελληνικό. Αυτό, βγαλμένο από τις βαθύτερες ψυχικές και υλικές ελληνικές καταβολές, βασίστηκε στη δημοκρατία, την κοινοχρηστία, τον ορθό αλλά και διονυσιακό λόγο, την έκφανση της αισθητικής και τη λατρεία του σώματος. Το δεύτερο, καθαρά εβραϊκό αφήγημα, επέβαλε το αντίθετο: κατάργηση δημοκρατικών διαδικασιών, παρακμή της ανοιχτής αγοράς, απόρριψη πλουραλισμού στη σκέψη (κλείνονται όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής), καταδίκη του σώματος: “Πάσα σαρξ, χόρτος”, κύρηξε με πάθος κάποιος από τους πατέρες της εκκλησίας. Καταργήθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, έκλεισαν τα θέατρα, και ό.τι μπόρεσε με κόπο και έμπνευση η επιστήμη να αναδείξει ως τότε, στομώθηκε. Και το χειρότερο: για χιλιάδες ελληνικές λέξεις που δήλωναν τη δαιμονιακή σχέση μας με την ευφυΐα, έγινε συστηματική αλλοίωση των νοημάτων τους. Ένας απίστευτος εννοιολογικός κανιβαλισμός του Λόγου. Και γιατί άραγε όλο αυτό; Για να επιβληθούν εξουσιαστικοί μηχανισμοί, να “οικουμενοποιηθεί” μαζικά το εκ γενετής αυτόνομο υποκείμενο και να βυθιστεί η ανθρώπινη ψυχή στο κελί που δεν επικοινωνεί με τον ορθό λόγο. Θα έπρεπε να περάσουν πάνω από χίλια χρόνια (και πάλι με τεράστιο φόβο) να ξαναβρεί ο άνθρωπος το ξεχασμένο ελληνικό μονοπάτι, με την Αναγέννηση. Αλλά τότε ήταν πια τόσο αργά για τον θρησκόληπτο λαό της Πόλης. Τότε ήταν που ο Ελληνισμός θα βυθιζόταν δυστυχώς σε έναν από τους πιο αυταρχικούς ραγιαδισμούς που γνώρισε το ανθρώπινο είδος: την Τουρκοκρατία. Πιστεύω (και μπορώ να το αποδείξω) ότι εάν το Βυζάντιο είχε επιτρέψει στους τελευταίους αιώνες του μια γενική (αλλά κυρίως θρησκευτική) μεταρίθμιση, τότε άλλη θα ήταν η μοίρα του έθνους, αλλά και η δική μου και η δική σου. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά.
ΧΦ: Ποιο είναι λοιπόν αυτό το “Τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια” του τίτλου του βιβλίου σου;
ΜΤ: Είναι ακριβώς αυτό που περιέγραψα πιο πάνω: όταν δύο “αντίπαλοι” χορευτές πιάνονται στο εξαντλητικό και “ματωμένο” αυτό τελικό ταγκό: η βία που ασκείται για δεκαετίες και ο αριθμός των θυμάτων, αν δεν γινόσουν “ακόλουθος” της νέας θρησκείας, προκαλεί τεράστια έκπληξη και τρόμο, σε αυτόν που παίρνει τον κόπο να ξεφυλλίσει -έστω και λίγο βιαστικά- την ιστορία. Αυτό κορυφώθηκε ακόμη περισσότερο με τα χρόνια και καταλήξαμε σε εκατόμβες νεκρών με τους θρησκευτικούς ευρωπαϊκούς πολέμους, τις Ιερές Εξετάσεις, τις μαζικές θανατώσεις κάθε εύλογου “μεταρυθμιστή” και την διαστροφική καύση γυναικών στην πυρά, επειδή θεωρήθηκαν “μάγισσες”. Η ορθόδοξη μάλιστα αυθεντία δεν σταμάτησε ποτέ να καταδικάζει απειλητικά κάθε σχεδόν σχέση με την “αιρετική” ελληνική παράδοση. Το πιο χειρότερο βέβαια –διαχρονικό αυτό- είναι η ψυχολογική επιβολή της περίφημης εκ γενετής και διά βίου ενοχής. Ματωμένο ταγκό λοιπόν. Ποιοι είναι αυτοί οι χορευτικοί αντίπαλοι; Η Ελληνική παράδοση από τη μια και η Εβραϊκή από την άλλη. Νίκησε η δεύτερη. Γιατί στην Αλεξάνδρεια; Γιατί εκεί παίχτηκαν και χάθηκαν χοντρά παιχνίδια, στα οποία ο Καβάφης, ως Αλεξανδρινός, εμβάθυνε όσο κανένας άλλος: δεν πρόκειται μόνο για κομψοτεχνήματα του λόγου αλλά κυρίως για ανατομικές και γενεαλογικές τομές στο νεοελληνικό κρανίο. Εδώ οφείλω, προς άρση κάθε παρεξήγησης -και όσο γίνεται πιο έντονα-, να τονίσω ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε μορφή αντιεβραϊσμού. Τους Εβραίους (όπως και όλους τους άλλους λαούς) τους αγαπούμε και η Βίβλος τους αποτελεί ένα αριστούργημα “λογοτεχνικού” λόγου και έναν από τους μεγάλους κανόνες της δυτικής παράδοσης. Δεν έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτό. Το ίδιο όμως θα λέγαμε και για τις “βιβλικές” αφηγήσεις των αυτοχθόνων της Αυστραλίας, αλλά και όλων των λαών του κόσμου: όλες, με τον ένα ή άλλο τρόπο, “βιβλικές” είναι. Αλλά δεν πρόκειται για θεολάλητα έργα. Τέτοιο πράγμα δεν υφίστανται -στο δικό μου τουλάχιστον κόσμο, αλλά και σε όποιον μπει στον κόπο να βάλει λίγο το “ξερό” του να δουλέψει. Οι παραδόσεις (όπως και οι θρησκείες) είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, άλλο αν οι φοβητσιάρηδες άνθρωποι τα αποδίδουν στους θεούς. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τα δικά τους μυθικά αφηγήματα, ασυγκρίτως ανώτερα κατά τη γνώμη μου (και όχι μόνον) από εκείνα των Εβραίων. Οπότε, εκείνο που με απασχολεί εμένα (και τον Καβάφη) είναι: πώς και γιατί μια μυθολογία ανατρέπει την άλλη, και το σημαντικότερο: πώς αυτή που κερδίζει επιβάλλει αυστηρούς μηχανισμούς δογματικής επιβολής, ως η μόνη απόλυτα αληθινή και εξαφανίζει την άλλη (η οποία κινείται εντελώς αντίστροφα); Ποιες είναι οι ευρύτερες συνέπειες ενός τόσο ιδεολογικά σκληροπυρηνικού αφηγηματικού συστήματος στη ζωή τη δική μου και των άλλων; Ποια τα εξουσιαστικά συστήματα και οι ψυχολογικές εξαρτήσεις (και απέραντες λιτανευτικές δεισιδαιμονίες) που επιβάλλονται; Τι σημαίνει για μένα σήμερα να με αποκαλούν ελληνοχριστιανό; Μπορεί να είμαι. Αλλά δεν οφείλω να το κάνω λίγο πιο “λιανά” στην απλή λογική μου;

ΧΦ: Είναι επομένως κυρίως “πολιτική” η ποίηση του Καβάφη;
ΜΤ: Με την ευρεία έννοια του όρου, βεβαίως. Στο κάτω κάτω, από τη στιγμή που φροντίζεις να ενταχτείς στην κοινωνία που σε περιβάλλει, δεν έχεις άλλη επιλογή από την πολιτική εναρμόνηση με τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Αυτό όμως δεν είναι απλώς να συμμετέχεις στα κοινωνικά θεάματα ή να ψηφίζεις ή ακόμη και να κατεβαίνεις στη διαδήλωση: σημαίνει ότι ασκείς τους μυώνες της σκέψης σου συνεχώς, ακόμη και όταν στέκεσαι εμβρόντητος μπροστά στη Μόνα Λίζα. Ακόμη και ο ύπνος, δεν μπορεί παρά να είναι μια ξάγρυπνη μηχανή που υφαίνει το χρώμα του στοχαστικού λόγου: ο Φρόυντ σε αυτό βάσισε όλη την καταπληκτική του θεωρία και ελευθέρωσε κάμποσα εκατομμύρια ψυχών. Η λεπτή και διενεκής αυτή εργασία, στην οποία το σώμα δεν έπεται αλλά οδηγεί, λέγεται πράξη Ελευθερίας. Ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να είναι ανατρεπτική και να ξεσκουριάζει το λαμπρό μέταλλο της λεβαντιάς μας. Αυτό λέγεται αισθητική άσκηση. Όταν φτάσεις εκεί, τότε κάτι πέτυχες στη ζωή σου. Ο Καβάφης αυτό λέει και κάνει συνεχώς: και μόνο η ανατρεπτική του ματιά πάνω στο απύθμενο κάλλος του σώματος, μας οδηγεί έξω στο φως και όχι στις σκοτεινές δίνες ενός δογματισμένα καταδικαστέου σώματος.
ΧΦ: Και για μας τους Ελληνοαυστραλούς, τι θα είχε να πει κάποιος;
ΜΤ: Μεγάλο, ανεξάντλητο θέμα. Το βίωσα και το βιώνω καθημερινά. Γενικά, η κατάσταση είναι άκρως απογητευτική. Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, ο Ελληνισμός της Αυστραλίας, δεν μπόρεσε ποτέ να διαπραγματευτεί τις ευκαιρίες της μοίρας του και του ριζικού του. Μπορεί να πέτυχε σε υλικά αγαθά, αλλά δεν δημιούργησε άλλες συνθήκες, πέρα από την υλική ευμάρεια. Δεν αρκούν τα πανηγύρια και η αναρρίχηση στην αστική τάξη. Το σημαντικότερο είναι να έχεις άποψη για το θέμα αυτό. Αν συγκρίνεις τις αστικές τάξεις της ελληνικής Διασποράς στην Ευρώπη, πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση, εκεί θα δεις την τεράστια διαφορά με τις παρούσες αστικές κοινωνίες της ίδιας διασποράς. Έτη φωτός τις χωρίζουν, κυρίως σε ό,τι αφορά στην παιδεία, στη γλώσσα και στον πολιτισμό, ευρύτερα. Δεν υπάρχει τέτοιο όραμα τώρα και δεν ευθύνονται οι ίδιοι οι άνθρωποι γι’ αυτό: τόσο μπορούσαν, τόσο ήξεραν, τόσο έκαναν. Για ιστορικούς, παιδευτικούς, κοινωνικούς, κτλ. λόγους, δεν είχαν ούτε μπορούσαν να έχουν άλλο όραμα. Σε αυτό τεράστιο ρόλο παίζει το σύνδρομο της ανασφάλειας και η έλλειψη “ομηρικής” εξόδου στη ζωή. Το άλογο, μπορεί να το πας στη βρύση να πιει νερό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα το θελήσει. “Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα”, έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης, ήδη από τη δεκετία του 30. Ας το αφήσουμε εδώ: πονά πολύ αυτό το κομμάτι. Πάντως, για να μην φανώ απαισιόδοξος, προσωπικά, η Αυστραλία είναι ο χώρος της απέραντης ευδαιμονίας μου. Ιδανικός τόπος για στοχασμό και αποκαλυπτικές εκλάμψεις του νου. Αυτή την ευκαιρία μπορεί να σου τη δώσει μόνον η διασπορά. Εάν ο Καβάφης είναι το πιο φωτεινό ελληνικό πνεύμα, είναι γιατί τραγουδούσε και χόρευε στο ανοιχτό αλώνι της διασποράς και όχι στο σκοτεινό κελί ενός κλειστού τόπου. Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα, δυστυχώς, το επιβεβαιώνει περίτρανα αυτό, εκατό χρόνια αργότερα. Καλύτερα λοιπόν, από κάθε άποψη, στις εσχατιές αυτής εδώ της μακρινής χώρας. Το βιβλίο μου για τον Καβάφη, το έγραφα για τέσσερα χρόνια, αλλά την τελική του μορφή την επεξεργάστηκα καθώς για έντεκα μήνες διέσχισα το εσωτερικό της Αυστραλίας. Κάθε τόσο σταματούσα σε απόμακρα και μεταφυσικά μέρη, όπου έρεαν κάποιοι αργοί και φιλόσοφοι ποταμοί: εκεί επεξεργαζόμουν το μεγάλο χειρόγραφο του Καβάφη. Εκεί επίσης διαπίστωσα με τα μάτια μου την καταλυτική καταστροφή που έφεραν τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα στους γηγενείς αυτής της χώρας. Πολλές από τις εμπειρίες αυτές είναι ευδιάκριτες μέσα στο σώμα της γραφής του βιβλίου: φλέβες ενός υπόγειου σφυγμού, όπου η ζωή λαχταρά την αισθητική της κορύφωση όπως κάποιος μετεωρίτης που διαπερνά το έρεβος των άστρων.
ΧΦ: Πού μπορεί κάποιος να προμηθευτεί το βιβλίο σου;
ΜΤ: Το βιβλίο δεν διατίθεται στην Αυστραλία. Μόνο στην Αθήνα. Απλώς γράφεις στο διαδίκτυο το όνομά μου και τον τίτλο του βιβλίου και μπορείς να το αγοράσεις. Όποιος όμως το κάνει, να ξέρει ότι θα περάσει αξέχαστες βδομάδες, μέσα από τα υψίπεδα του καβαφικού και κριτικού λόγου, αφού βέβαια αφήσει πίσω του προκαταλήψεις και ιδελογικές γενεαλογίες αιώνων και, αφού τελικά, μπορέσει να “ανατρέψει” και το ίδιο το βιβλίο. Εάν δεν είναι διατεθημένος να κάνει κάτι τέτοιο, τότε είναι καλύτερα για το βιβλίο να παραμείνει στα αζήτητα. Εκεί θα δικαιώνεται τουλάχιστον από την αυτοαναφορική του αύρα.
ΧΦ: Ευχαριστώ Μιχάλη γι’ αυτή τη συνέντευξη.
*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι Honorary Adjunct Research Fellow στη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου La Trobe.
The post Μιχάλη Τσιανίκα: «Καβάφης, Το Τελευταίο Ταγκόστην Αλεξάνδρεια» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.