Οι «φόροι της αμαρτίας» κάνουν καλό στην κοινωνική ευημερία

Οι «φόροι της αμαρτίας» κάνουν καλό σε κοινωνική ευημερία

Τη διαφοροποίηση των «φόρων αμαρτίας», δηλαδή των φόρων που επιβάλλονται στον καπνό, στα αλκοολούχα ποτά, στη ζάχαρη, στα αναψυκτικά και στο πρόχειρο/γρήγορο φαγητό, προτείνει το ΚΕΠΕ για τη βελτίωση τόσο της ανθρώπινης ευημερίας όσο και των κρατικών εσόδων.

Όπως επισημαίνεται σε ειδική έκθεση, οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνολικών φορολογικών εσόδων, με τα έσοδα από αυτούς να παρουσιάζουν σταθερή αύξηση από το 2018 έως το 2023, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας. Τη συγκεκριμένη περίοδο ανήλθαν στο 13,5% επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων.

Συγκεκριμένα, τα έσοδα από ΕΦΚ ανήλθαν σε 7,01 δισ. ευρώ το 2023, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,5% σε σχέση με το 2022 (6,98 δισ. ευρώ), κατά 5,4% σε σχέση με το 2021 (6,65 δισ. ευρώ) και κατά 11,3% σε σχέση με το 2020 (6,30 δισ. ευρώ). Το ποσοστό αυτό υπογραμμίζει τη σημαντική συμβολή των ΕΦΚ στη διαμόρφωση των συνολικών φορολογικών εσόδων.

Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την πρόταση του ΚΕΠΕ, η «διαφοροποιημένη» φορολογία αποτελεί ένα εξειδικευμένο εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο εφαρμόζει διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές σε προϊόντα που συνδέονται με επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία ή το περιβάλλον, ενισχύοντας έτσι τον ρυθμιστικό ρόλο της φορολογικής πολιτικής και προωθώντας τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας.

Πού στοχεύουν οι «φόροι της αμαρτίας»

Η «διαφοροποιημένη» φορολογία στοχεύει στο να επηρεάσει τη συμπεριφορά των καταναλωτών και να ενθαρρύνει την καινοτομία από την πλευρά των παραγωγών, ωθώντας τους προς πιο υγιεινές ή λιγότερο επιβλαβείς επιλογές.

Αυτού του είδους η φορολόγηση αναγνωρίζει ότι η αλλαγή στις συνήθειες δεν επιτυγχάνεται μόνο με την πλήρη εγκατάλειψη ορισμένων επιβλαβών προϊόντων ή ουσιών, αλλά και με τη μετάβαση σε ασφαλέστερες εναλλακτικές.

Για παράδειγμα, οι καταναλωτές μπορεί να στραφούν από ροφήματα με ζάχαρη σε φυσικούς χυμούς ή από τα παραδοσιακά τσιγάρα σε εναλλακτικά προϊόντα καπνού χωρίς καύση.

Η αποτελεσματικότητα της διαφοροποιημένης φορολογίας βασίζεται στην ικανότητα αναγνώρισης μιας συγκεκριμένης ουσίας που θεωρείται επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον.

Για παράδειγμα, στα προϊόντα καπνού και νικοτίνης, κριτήριο μπορεί να είναι η ύπαρξη ή η απουσία καύσης, ενώ στα οινοπνευματώδη ποτά, η περιεκτικότητα σε αιθανόλη. Επιπλέον, η επιτυχία αυτών των φορολογικών πολιτικών επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ελαστικότητα της ζήτησης, που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι καταναλωτές προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους στις φορολογικές αλλαγές.