Από τις πρώτες εβδομάδες της δεύτερης θητείας του, η αμερικανική κυβέρνηση έχει δώσει σαφή σημάδια ότι οι Βρυξέλλες δεν θα συγκαταλέγονται στους προνομιακούς της συμμάχους
Κατά την πρώτη του θητεία ο Ντόναλντ Τραμπ απέτυχε να βρει το αδύναμο σημείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω ενός εμπορικού πολέμου.
Σε αυτή τη θητεία ωστόσο έχει βρει ένα πιο ευάλωτο σημείο: Η τεράστια κρίση ασφαλείας που έχει δημιουργήσει με την απόσυρση της υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ουκρανία αποκαλύπτει τις ρωγμές του μπλοκ των 27 κρατών.
Ο Αμερικανός πρόεδρος εδώ και καιρό έχει επιδείξει απροκάλυπτη περιφρόνηση προς την ΕΕ, την οποία έχει περιγράψει, εσφαλμένα, ως έναν οργανισμό που δημιουργήθηκε «για να εκμεταλλευτεί τις Ηνωμένες Πολιτείες», αναφέρει σε ανάλυσή του το Politico. Ο Τραμπ τοποθετεί την ΕΕ δίπλα στους άλλους υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, που κατά τη γνώμη του πρέπει να τιμωρηθούν επειδή «ληστεύουν» την Αμερική.
Από τις πρώτες εβδομάδες της δεύτερης θητείας του, η αμερικανική κυβέρνηση έχει δώσει σαφή σημάδια ότι οι Βρυξέλλες δεν θα συγκαταλέγονται στους προνομιακούς της συμμάχους.
Ο επικεφαλής εμπορίου της ΕΕ επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον, μόνο για να επιβεβαιώσει ότι ο Τραμπ δεν θα υποχωρήσει από τα σχέδιά του να επιβάλλει δασμούς, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ακύρωσε τη συνάντηση με την επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ ενώ το μήνυμα που λαμβάνουν οι ευρωβουλευτές είναι ότι η Αμερική θα αντιμετωπίσει τους τεχνολογικούς κανονισμούς ως ευρωπαϊκή «λογοκρισία».
Η στάση αυτή υποδηλώνει ότι ο Τραμπ θα παρακάμψει την ΕΕ και θα επιχειρήσει να εφαρμόσει τη στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε», προσεγγίζοντας ξεχωριστά τους ηγέτες των κρατών-μελών. Αυτό δεν το κατάφερε κατά τον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε στην πρώτη θητεία του, όταν η Ευρώπη παρουσίασε ένα ενιαίο μέτωπο για να του απαντήσει. Τώρα όμως, οι διαφωνίες για τον πόλεμο στην Ουκρανία θέτουν υπαρξιακά ερωτήματα για την ενότητα της ΕΕ.
Η αντι-ευρωπαϊκή στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ ευθυγραμμίζεται πλέον με την πάγια εχθρότητα του Κρεμλίνου προς την Ένωση και προκαλεί κρίση στα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών. Η ΕΕ, ως μπλοκ, πασχίζει να παραμείνει στον πυρήνα των εξελίξεων, ενώ εθνικοί ηγέτες όπως ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ ηγούνται των διαδικασιών της ευρωπαϊκής αντίδρασης στον Τραμπ.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου οι 27 ηγέτες λαμβάνουν τις μεγάλες αποφάσεις για την εξωτερική πολιτική με ομοφωνία, εμφανίζεται ως διχασμένο και ανεπαρκώς ευέλικτο για να ανταποκριθεί στην καταιγίδα που έχει ξεσηκώσει ο Τραμπ σχετικά με την Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα, οι διπλωμάτες της ΕΕ έχουν ήδη μειώσει τις προσδοκίες του για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων στη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες την Πέμπτη, λόγω της αντίθεσης της Ουγγαρίας στην περαιτέρω βοήθεια προς την Ουκρανία. Αντ’ αυτού, ο Στάρμερ και ο Μακρόν αναγκάζονται να κινηθούν εκτός πλαισίου ΕΕ μέσω άτυπων διπλωματικών σχημάτων, προσκαλώντας χώρες όπως η Τουρκία και ο Καναδάς, και αποκλείοντας ηγέτες της ΕΕ με φιλορωσικές τάσεις.
«Η κρίση μετακινεί το κέντρο βάρους της Ευρώπης πίσω στις εθνικές πρωτεύουσες», δήλωσε ο Μουτζτάμπα Ραχμάν, διευθυντής Ευρώπης του Eurasia Group. «Ο ρόλος των θεσμών είναι σημαντικός, αλλά όχι καθοριστικός».
Ένας διπλωμάτης της ΕΕ, που μίλησε ανώνυμα, εξέφρασε την πεποίθηση ότι το μπλοκ θα καταφέρει να αντέξει την «καταιγίδα Τραμπ», έστω και μετά βίας. «Η ΕΕ κρέμεται από μια κλωστή, αλλά κάθε φορά αυτό μας κάνει πιο δυνατούς», είπε.
Ο Τραμπ κλονίζει την ΕΕ όχι μόνο προσεγγίζοντας το Κρεμλίνο και διαταράσσοντας τη Δυτική συμμαχία, αλλά και παρεμβαίνοντας άμεσα στην εθνική πολιτική των κρατών-μελών, ενισχύοντας την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων.
Οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρώπη υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει ως στόχο την ενίσχυση εθνικιστικών λαϊκιστικών δυνάμεων για να διαλύσει την ΕΕ και να την μετατρέψει σε μια χαλαρή συνομοσπονδία κρατών, εξαρτημένων από τις ΗΠΑ – ή ίσως από τη Ρωσία.
Ο Τραμπ περιφρονεί εδώ και χρόνια την ΕΕ, βλέποντάς την ως ένα εμπορικό βαρίδι που εκμεταλλεύεται τις ΗΠΑ, ενώ την ίδια ώρα βασίζεται στην Αμερική για στρατιωτική προστασία.
Η περιφρόνηση προς τους Ευρωπαίους αξιωματούχους
Ωστόσο, κάποτε έπρεπε να συνεργάζεται με κορυφαίους αξιωματούχους της ΕΕ και για τους οποίους είχε εκφράσει τη συμπάθειά του, όπως ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Αυτή τη φορά, όμως, ο Τραμπ φαίνεται απρόθυμος να ασχοληθεί με αξιωματούχους της ΕΕ. Οι μόνοι Ευρωπαίοι ηγέτες που έλαβαν επίσημη πρόσκληση για την ορκωμοσία του ήταν η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και ο Ούγγρος Βίκτορ Όρμπαν.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συναντήθηκε με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, αλλά ούτε εκείνη ούτε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, έχουν καταφέρει να συναντηθούν αυτοπροσώπως με τον Τραμπ από την έναρξη της δεύτερης θητείας του.
Όταν ο επικεφαλής εμπορίου της ΕΕ, Μαρός Σέφτσοβιτς, πήγε στην Ουάσινγκτον τον Ιανουάριο, όχι μόνο επέστρεψε με άδεια χέρια, αλλά έμαθε μια εβδομάδα μετά την επιστροφή του ότι τα πράγματα κινδύνευαν να γίνουν ακόμη χειρότερα από την αρχική απειλή των αμοιβαίων δασμών.
Πράγματι, αποκαλύφθηκε ότι ο Τραμπ σκόπευε να επιβάλει δασμό 25% σε όλες τις εισαγωγές από την ΕΕ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις που είχε ετοιμάσει ο Σέφτσοβιτς για να αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς περισσότερου αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου και της μείωσης των δασμών της ΕΕ στα αυτοκίνητα ώστε να ευθυγραμμίζονται με εκείνους των ΗΠΑ.
«Ο Σέφτσοβιτς πήγε πολύ προετοιμασμένος με πολύ σαφείς προτάσεις, ενώ οι ΗΠΑ παρέμεναν σε επιφανειακό επίπεδο», δήλωσε ένας δεύτερος διπλωμάτης της ΕΕ που είχε ενημερωθεί για τις συνομιλίες στην Ουάσινγκτον. «Δεν νομίζω ότι ήταν σε θέση να απαντήσουν σε όσα έβαλε στο τραπέζι».
Παρόμοια ήταν και η αντιμετώπιση προς την ομάδα μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με επικεφαλής τη Γερμανίδα Πράσινη Άννα Καβατσίνι, που ταξίδεψε στην Ουάσινγκτον τον περασμένο μήνα σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον διάλογο με Ρεπουμπλικανούς νομοθέτες σχετικά με τους τεχνολογικούς νόμους της ΕΕ, οι οποίοι έχουν δεχθεί δριμεία κριτική από τον Βανς.
Οι συναντήσεις ήταν εγκάρδιες, με τους Ευρωπαίους να κάνουν το καλύτερο δυνατό για να εξηγήσουν τους νόμους και γιατί, σύμφωνα με αυτούς, ήταν ωφέλιμοι για τις αμερικανικές εταιρείες. Η ομάδα κατάφερε μάλιστα να συναντηθεί με τον Ρεπουμπλικανό βουλευτή Τζιμ Τζόρνταν.
Όμως, μόλις οι Ευρωπαίοι νομοθέτες έφυγαν, το POLITICO δημοσίευσε μια επιστολή από το γραφείο του Τζόρνταν, απευθυνόμενη στη φον ντερ Λάιεν, στην οποία απαιτούσε από τις τεχνολογικές εταιρείες να του στείλουν την αλληλογραφία τους με αξιωματούχους της ΕΕ σχετικά με το πώς συμμορφώνονται με τα «καθεστώτα λογοκρισίας».
Όσον αφορά την κορυφαία διπλωμάτη της ΕΕ, Κάγια Κάλας, δεν είχε καν την ευκαιρία να συναντηθεί με τον Αμερικανό ομόλογό της. Η πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας και σφοδρή επικρίτρια της Ρωσίας, που ανέλαβε τη θέση της πέρυσι, επρόκειτο να συναντήσει τον Ρούμπιο στα τέλη του περασμένου μήνα.
Η Κάλας έφτασε κανονικά στην Ουάσινγκτον, μόνο και μόνο για να μάθει ότι ο Ρούμπιο δεν θα μπορούσε να τη δει λόγω «θεμάτων προγραμματισμού». Μιλώντας στο CBS εκείνο το Σαββατοκύριακο, η Κάλας υποβάθμισε τη σημασία της ακυρωθείσας συνάντησης, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Όταν ρωτήθηκε για τον κίνδυνο περιθωριοποίησης της ΕΕ από τον Τραμπ, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόνισε ότι πραγματοποιούνται συναντήσεις μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματούχων της ΕΕ και των Αμερικανών ομολόγων τους: η φον ντερ Λάιεν συναντήθηκε με τον Βανς στο Μόναχο, ο επικεφαλής σύμβουλός της, Μπιόρν Ζάιμπερτ, ταξίδεψε στην Ουάσινγκτον και ο επικεφαλής εμπορίου Σέφτσοβιτς συναντήθηκε με τους Αμερικανούς ομολόγους του.
«Είναι τρέχουσα και φυσιολογική πρακτική να υπάρχουν άμεσες επαφές μεταξύ των ΗΠΑ και των εθνικών κυβερνήσεων, πέρα από τις επαφές με την ΕΕ», δήλωσε ο εκπρόσωπος.
Στη νέα αυτή εποχή της πολιτικής ισχύος, οι αξιωματούχοι της ΕΕ που ελέγχουν τα οικονομικά και τις πολιτικές στα κύρια ζητήματα θα τα καταφέρουν πολύ καλύτερα από άλλους, των οποίων ο ρόλος δεν είναι τόσο ξεκάθαρος.
Η φον ντερ Λάιεν, της οποίας η Επιτροπή διαχειρίζεται τον τεράστιο προϋπολογισμό της ΕΕ και ελέγχει το εμπόριο καθώς και την πολιτική ανταγωνισμού, είναι πιθανό να τραβήξει την προσοχή του Τραμπ, είτε του αρέσει είτε όχι. Όταν ξεκινήσει τον εμπορικό του πόλεμο, αυτοί που θα επιβάλουν δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα θα είναι οι ισχυροί παράγοντες των Βρυξελλών. Και είναι η Επιτροπή που μπορεί να επιβάλει πρόστιμα πολλών δισεκατομμυρίων στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ με λιγότερη εξουσία, όπως ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, Κόστα, ή η κορυφαία διπλωμάτης, Κάλας, θα πρέπει να ενισχύσουν την επιρροή τους.
Σε τομείς όπου η ΕΕ δεν είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει πλήρως τις εξουσίες της, όπως η εφαρμογή ορισμένων κανόνων τεχνολογίας, είναι πιθανό να ακολουθήσει μια σιωπηλή υποχώρηση.
Μια αχτίδα φωτός για την ΕΕ είναι ότι τόσο ο Τραμπ όσο και η Ρωσία ενδιαφέρονται αρκετά για το μπλοκ ώστε να επενδύουν ενέργεια στο να το υπονομεύσουν. Αυτό, από μόνο του, υποδηλώνει ότι η ΕΕ αξίζει να την υπερασπιστεί κανείς.