
Γεννήθηκα στην Αθήνα, στην Κυψέλη, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι να παρακολουθώ, για ώρες ολόκληρες, από το μπαλκόνι του διαμερίσματος τα αυτοκίνητα που πάρκαραν και ξεπάρκαραν. Είχα μάθει από πολύ μικρός να ξεχωρίζω τις μάρκες, αλλά δεν μπορούσα ακόμη να τις προφέρω. Το Φολκσβάγκεν για παράδειγμα – δύσκολη λέξη για ένα τρίχρονο – το έλεγα «πατ-πατ-πατ» από τον θόρυβο που έκανε.
Σε εκείνο το διαμέρισμα ήρθε μια μέρα (την επομένη του Αγίου Ανδρέα που είναι η γιορτή μου) να μας επισκεφθεί ο Τσιτσάνης, ο οποίος είχε οικογενειακή σχέση με πατέρα μου. Ημουν, δεν ήμουν τεσσάρων χρονών και θυμάμαι ότι στο σπίτι μπήκε ένας… γίγαντας. Ενας πολύ ψηλός, λιγνός άνδρας, με μεγάλη μύτη και μουστακάκι. Με εντυπωσίασε πολύ η θωριά του, πιο πολύ και από το αυτοκίνητο, μια μπουλντόζα, που μου έφερε για δώρο.
Ηταν η εποχή που στην Αθήνα κυριαρχούσαν ακόμη οι μνήμες από το Πολυτεχνείο. Σαν συναρπαστικό παραμύθι άκουγα ότι στην πολυκατοικία μας είχαν βρει καταφύγιο πολλοί φοιτητές. Τα πολιτικά ήταν, εξάλλου, το βασικό θέμα συζήτησης στα οικογενειακά τραπέζια. Και σε αυτό το μεταπολιτευτικό κλίμα η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν ότι, στα τέσσερά μου, είχα μάθει απέξω όλα τα τραγούδια από το «Σεργιάνι στον κόσμο» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Βάζαμε την κασέτα, εγώ τραγουδούσα πάνω από τη φωνή του Νταλάρα και του Μαρκόπουλου και ο πατέρας μου, με ένα δεύτερο μαγνητόφωνο, με μαγνητοφωνούσε. Αυτή τη δεύτερη κασέτα την έχω πλέον ψηφιοποιήσει. Και επειδή η μαγνητοφώνηση γινόταν στην κουζίνα, την ώρα που η μάνα μου τηγάνιζε γαύρο, στο σημείο που εγώ τραγουδάω «Κι όλα μοιάζουν μαγικά, είναι μαζικά και προπαντός αμερικάνικα», ακούγεται η φωνή της να μου λέει «Φάε κι ένα γαυράκι».
Κυψέλη – Μοναστηράκι. Η Κυψέλη τότε ήταν μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, ίσως πιο πολύ από κάθε άλλη στην Αθήνα. Οι βόλτες στο πάρκο της Φωκίωνος Νέγρη και στην πλατεία όπου ήταν το ταχυδρομείο στο οποίο δούλευε ο πατέρας μου μού φάνταζαν σαν εκδρομή. Η μεγαλύτερη ευτυχία όμως για μένα (και ευλογία όπως συνειδητοποιώ τώρα) ήταν να παίρνουμε με τον πατέρα μου τις Κυριακές τον ηλεκτρικό και να πηγαίνουμε στο Μοναστηράκι. «Για πουλάκια» ήταν το συνθηματικό μας. Διότι εκεί πουλούσαν μικρά πουλιά – καρδερίνες, αηδόνια, τσίχλες – μέσα σε κλουβάκια. Αγοράζαμε λοιπόν πουλάκια, ο πατέρας μου άνοιγε την πόρτα του κλουβιού κι εγώ τα έπιανα με μεγάλη προσοχή στα χέρια μου και τα άφηνα να πετάξουν. «Ποτέ μη φυλακίζεις τα ζώα. Να τα αφήνεις ελεύθερα» μου έλεγε. Μου φαινόταν κάτι συναρπαστικό τότε, με τα χρόνια το είχα σχεδόν ξεχάσει και τα περασμένα Χριστούγεννα, δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου, είδα αυτή τη σκηνή στον ύπνο μου.
Στα εννιά μου, οι γονείς μου ακολούθησαν το μοντέλο της αποκέντρωσης που είχε προβάλει πολύ το ΠΑΣΟΚ και μετακομίσαμε στον Βόλο. Ωστόσο, κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο κατεβαίναμε στην Αθήνα, κυρίως για να πάμε στα θέατρα. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, τον δεύτερο χρόνο εγώ νοίκιασα σπίτι στην Αθήνα και πηγαινοερχόμουν για να δίνω μαθήματα. Σαν να με τράβηξαν εδώ τα πρώτα μου βιώματα. Από τότε έχω πάντα σπίτι και στην Αθήνα, ανεξάρτητα από το πού είναι η μόνιμη οικογενειακή κατοικία. Σε αυτή την «επιστροφή», το 1998, η πόλη είχε χάσει την αίγλη που είχε στα παιδικά μου μάτια. Ή, τουλάχιστον, έτσι μου φαινόταν. Ομως εξακολουθούσε να μου αρέσει. Η πρώτη τράκα με αυτή την αλλαγή, η συνειδητοποίηση ότι η πόλη ήταν πλέον πιο θαμπή, έγινε στη Φωκίωνος Νέγρη. Που λίγο πριν από το μιλένιουμ είχε υποβαθμιστεί. Και που τώρα νομίζω ότι ξαναβρίσκει την αίγλη του παρελθόντος.
Η λαϊκότητα του Κέντρου. Στην Αθήνα συμβαίνει κάτι παράξενο. Τις συνοικίες που κάποτε θεωρούνταν «λαϊκές» (όπως για παράδειγμα το Μπουρνάζι όπου πηγαίναμε στο σπίτι του θείου Πέτρου και μου άρεσε να ανεβαίνω στη μηχανή με το «καλάθι» και ήταν πάντα παρκαρισμένη έξω από το σπίτι του) σήμερα δεν τις αναγνωρίζω. Εχουν χάσει το στοιχείο της λαϊκότητας και της παράδοσης, έχουν γίνει κάπως απρόσωπες. Τη λαϊκότητα και την παράδοση σήμερα τη βρίσκεις στο Κέντρο. Εκεί υπάρχουν πια τα περισσότερα ταβερνάκια, μαγειρεία, ακόμη και μπαρμπέρικα που διασώζουν την παράδοση, έχοντας όμως σύγχρονες υποδομές. Το Κέντρο είναι που αντιστέκεται στην αλλοίωση, αφομοιώνοντας όλα τα καλά στοιχεία που είχαν κάποτε οι γειτονιές. Εκεί «κυκλοφορεί» μία, ας την πούμε, εκλεπτυσμένη λαϊκότητα, εκεί διασώζεται η Αθήνα που χάνεται.
Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που δεν μου αρέσουν στην Αθήνα. Το πήξιμο στους δρόμους, το ότι δεν έχουμε στην κουλτούρα μας την κυκλοφορία με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Και κάτι άλλο που παρατηρώ τελευταία και δεν μου πολυαρέσει είναι το ότι η Αθήνα κουβαλά την απογοήτευση του επαρχιώτη. Σε παλαιότερες εποχές, οι άνθρωποι από την περιφέρεια έρχονταν στην Αθήνα για να ζήσουν καλύτερα. Πλέον έρχονται διότι δεν τα έχουν καταφέρει στον τόπο τους. Και σέρνουν μαζί τους την απογοήτευση, την πικρία, μια αίσθηση προδοσίας από το περιβάλλον τους. Κι αυτό αφήνει ένα αρνητικό αποτύπωμα, μια μιζέρια.
Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης είναι συνθέτης