Εξωτερική πολιτική με βολικές συλλογικές παρανοήσεις

Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι νωθρή, υποτυπώδης, διεκπεραιωτική; Εύλογα αναρωτιέται κανείς με αφορμή το ότι δεν εκλήθη η Ελλάδα στη διάσκεψη Στάρμερ (κατά την οποία έγινε μια αρκετά θεαματική πολιτική και εμπορική διεισδυτική κίνηση της Τουρκίας) όπως ήταν επίσης απούσα τόσο στο Μόναχο, όσο και στην (αρχική) διάσκεψη Μακρόν στο Παρίσι στα μέσα Φεβρουαρίου. Αυτές οι απορίες υπογραμμίζονται και από την απουσία της Ελλάδας, στη μετά Ασαντ Συρία, το υβριδικό καθεστώς της οποίας αύριο θα υπογράψει τη συριακή εκδοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Ακόμα, οι παλαιότερες αντιρρήσεις πολλών γεωπολιτικών αναλυτών για τη μη σύνδεση Κυπριακού – Ουκρανικού και γενικά για τη μονομερή και εύκολη προσχώρηση σε μια (πλέον, ραγδαία μεταβαλλόμενη) «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Με τις πρόσφατες εξελίξεις στο ευρωατλαντικό πεδίο, αναμοχλεύονται ερωτήματα όχι μόνο για τον αβαθή και παθητικό χαρακτήρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ως συνόλου τεχνικών και προβλέψεων, αλλά και για την εθνική και πολιτιστική οντότητα της χώρας.

Σε πολλές περιπτώσεις αυτό που διεγείρεται από τις προφανείς ανεπάρκειες είναι και η αίσθηση εκτοπισμού. Νιώθει ο λαός αφανής και αυτό κλονίζει ένα θεμελιακό του στοιχείο, τον εγωισμό. Η χώρα βγαίνει έξω από τα διεθνή συστήματα. Κατά κάποιον τρόπο η εξωτερική πολιτική νοείται ως αντήχηση της μειωμένης «εαυτότητας», δηλαδή αποκαλύπτει τη μεγάλη ταυτοτική ανασφάλεια (το δεύτερο, μετά τον εγωισμό, θεμελιακό στοιχείο). Το μειωμένο σθένος λοιπόν εκφράζεται στην εξωτερική πολιτική; Αυτό βέβαια μοιάζει να εξηγεί την ανεστραμμένη μορφή «πατριωτικής βούλησης», αυτής του καφενείου. Εξηγεί ίσως τις πομφόλυγες που ακούει κανείς με αφορμή τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, ποδοσφαιρικούς ή μπασκετικούς αγώνες με «αδικίες» ή την καθίζηση στη Γιουροβίζιον. Εν τούτοις πέρα από τα μπαρόκ στοιχεία της συγκρότησής μας, η εξωτερική πολιτική εκφράζει ορισμένες πολύ σοβαρές συλλογικές παραδοχές.

Για πολλές δεκαετίες και λόγω εμφυλίου, η εθνική επιλογή ήταν να «πας με τους Αμερικάνους για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου». Κατά κάποιον τρόπο η εθνική ασφάλεια και η ταυτοτική αυτοπραγμάτωση είχε ένα απλό ισοδύναμο: την πιστή, αδιαμαρτύρητη, δογματική ένταξη στην ευρωατλαντική κατασκευή.

Είναι αλήθεια ότι μετά τη δουλική χούντα και τον εθνικό εκμηδενισμό που έφερε η κυπριακή τραγωδία, οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν μια πιο κριτική ευρωατλαντική στάση, με διαπραγμάτευση και απαίτηση και όχι προκατατεθειμένη πίστη. Ετσι κέρδισαν κάποιες θέσεις, μια ορισμένου τύπου αίσθηση ασφάλειας και συγχρόνως ένα ανεκτό επίπεδο διεθνούς αξιοπρέπειας. Και υπήρξαν κάποιοι ηγέτες με υψηλό δείκτη διεθνοπολιτικής ευφυΐας που, χωρίς να κλονίσουν τη δυτική στρατηγική επιλογή, διαπραγματεύονταν. Ομως στο βάθος, η επιλογή ήταν ότι η ένταξη (στο άρμα) αναλαμβάνει, κουτσά στραβά, και τη λύση του εθνικού προβλήματος.

Υπάρχει περιθώριο να αγοραστεί ένα επιβλητικό αυτοκίνητο ή ένα «μεγαλειώδες» σπίτι ή έστω να καταναλωθεί ένα τραπεζικό δάνειο, χωρίς τύψεις και αύριο, και ας αποδυναμωθεί η εθνική στρατιωτική βιομηχανία, η ελληνική ναυπηγική και, το χειρότερο, ας μείνει αναξιοποίητη η διανοητική παραγωγή. Ας διοχετευθεί η πληροφορική σκέψη στο ηλεκτρονικό τυχερό παιχνίδι. Δεν είναι άμεση η συσχέτιση των στοιχείων του παραδείγματος που χρησιμοποιώ, αλλά εικονογραφούν έναν βασικό αξιακό κώδικα. Η εξωτερική πολιτική είναι αντανάκλαση μιας παροντικής, ασχεδίαστης, ενεστωτικής πολιτικής, είναι παράγωγο των επιλογών μιας μικρής καθημερινότητας.

Η αυτοθεώρηση βασίζεται σε ένα υπερμέγεθες «τώρα δα» και έτσι στοιχειοθετείται το «αδιάστατο» πολιτικό εκτόπισμα. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι σύνολο τεχνικών λαθών του τάδε ανεπαρκούς πολιτικού ή κυβέρνησης, αλλά βολικών συλλογικών παρανοήσεων.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ