Δεν θεραπεύει καμία νόσο

Οπως ήταν προδιαγεγραμμένο, η πρόταση δυσπιστίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν απέδωσε πραγματικό αποτέλεσμα – αυτό τουλάχιστον για το οποίο η ύπαρξή της προβλέπεται. Και έτσι απλώς επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κλονίζεται ούτε και από την πρωτοφανή έκφραση λαϊκής δυσπιστίας για τους χειρισμούς στην υπόθεση των Τεμπών όπως αυτή αποτυπώθηκε στις χωρίς προηγούμενο συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα και εκτός αυτής. Αλλωστε, τα δημοσκοπικά στοιχεία ουσίας δείχνουν και αυτά ότι η κυβέρνηση πιέζεται όλο και πιο πολύ από εκείνη τη στιγμή και μετά και μέχρι σήμερα. Ομως, την ίδια στιγμή, η αντοχή της παραμένει χαλκέντερη.

Το σχήμα αυτό, που είναι αρκετά σπάνιο, μοιάζει κάπως οξύμωρο. Ομως δεν είναι. Και ο λόγος είναι απλός: τίποτα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε πολιτικό αποτέλεσμα αν δεν υπάρχει ο πολιτικός φορέας και κυρίως η πολιτική προσωπικότητα, που θα καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, όποια και αν είναι αυτά, όσο έντονα και αν εμφανίζονται. Μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις μιας πολιτικής μεταβολής είναι η ύπαρξη της εναλλακτικής λύσης που θα πείσει, δικαίως ή αδίκως, ορθώς ή μη, ότι είναι έτοιμη και ικανή να εκφράσει την όποια κοινωνική αγανάκτηση, να της δώσει πολιτική μορφή και να την εξελίξει σε έμπρακτο αποτέλεσμα.

Τέτοιο σχήμα και τέτοια μορφή δεν υφίσταται σήμερα σε κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης: ουδείς μπορεί να πείσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ότι είναι κατάλληλος ο ίδιος, το κόμμα και το πρόγραμμά του για να αποτελέσει αντίπαλο δέος στη νυν κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, ο οποίος, κατ’ ουσίαν, παίζει μόνος του σε ένα έρημο τοπίο χωρίς αντιπάλους. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά την όποια φθορά του πολύ αργή, ασύντακτη και τελικά αδρανή. Εδώ και καιρό, πολύ περισσότερο σήμερα, η σταθερότητα της κυβέρνησης δεν έχει να κάνει με την ίδια αλλά με τους ανύπαρκτης σημασίας αντιπάλους της. Και όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, που δεν δείχνει σημάδια μεταβολής, θα λειτουργεί διαρκώς ως ασπίδα για την κυβέρνηση σχεδόν ανεξάρτητα πια με το τι κάνει ή δεν κάνει, τι πετυχαίνει και τι όχι η ίδια.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει και αυτή να δείξει ότι κάτι ακούει από όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία. Οπότε, όπως προαναγγέλλεται σε θριαμβικούς τόνους, ετοιμάζεται να καταφύγει για μία ακόμα φορά πού; Στην παλιά δοκιμασμένη – και απολύτως ατελέσφορη και αποτυχημένη επί της ουσίας – συνταγή: τον ανασχηματισμό. Που διαρρέει ως ριζικός και εντυπωσιακός.

Ασφαλώς και δεν θα είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θα είναι μία εκ νέου εσωτερική μετακίνηση όπως στο παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες, με την προσθήκη πιθανότατα και νέων προσώπων σε χαμηλότερα επίπεδα, που, κατά πάσα πιθανότητα, το μόνο το οποίο θα καταφέρουν θα είναι να συγκροτήσουν μία ακόμα μεγαλύτερη κυβέρνηση, με τη σκέψη όχι στο κυβερνητικό έργο, αλλά στη βέλτιστη επερχόμενη εκλογική γεωγραφία για τη ΝΔ. Και, βέβαια, στο βραχυπρόθεσμο πολιτικό κουτσομπολιό που θα προκύψει από τις μετακινήσεις των οποίων η ουσία θα ισούται με το μηδέν.

Το πόσο κενός περιεχομένου είναι ένας ανασχηματισμός προκύπτει αβίαστα αν αναρωτηθεί κάποιος το εξής απλό: γιατί ένας υπουργός που κρίνεται ακατάλληλος και απομακρύνεται από ένα υπουργείο, θα είναι κατάλληλος για κάποιο άλλο; Και μάλιστα όταν αυτό έχει συμβεί πλήθος φορές; Υπάρχει ίχνος λογικής; Ασφαλώς όχι. Γι’ αυτό και οι ανασχηματισμοί όχι απλώς δεν θεραπεύουν πάσαν νόσο, αλλά δεν θεραπεύουν καμία απολύτως. Πρόκειται για ένα πολιτικό – κομματικό – μιντιακό παίγνιο, το οποίο, πρέπει να ομολογήσει κανείς, μπορεί και ξεγελάει ακόμα και απασχολεί ως δήθεν σημαντική κίνηση ουσίας. Βέβαια, όταν περάσουν μερικές εβδομάδες και το πολιτικό κουτσομπολιό ατονήσει, τότε, εύκολα πια, διαπιστώνει κανείς το αυτονόητο: ότι είτε έγινε είτε όχι, ένα και το αυτό. Οταν όμως παίζει κανείς μόνος στο γήπεδο της πολιτικής εξουσίας, γιατί όχι;