Το κόκκινο κρασί και η νύχτα που γέννησαν τον Θρύλο

Πειραιάς, 1925. Η Ελλάδα μαζεύει τα συντρίμμια της από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόσφυγες καταφθάνουν στα λιμάνια σαν κύματα από μια χαμένη πατρίδα, κουβαλώντας μαζί τους όχι μόνο τα όνειρά τους, αλλά και τις μουσικές, τις γεύσεις και το πείσμα τους. Ο νέος τόπος είναι ένα καζάνι που βράζει από ελπίδες και απογοητεύσεις.

Στον Πειραιά, το λιμάνι των λιμανιών, οι φωνές των εργατών μπλέκονται με τις κόρνες των πλοίων και τα νέα ήθη των προσφύγων ανταμώνουν με τις φωνές των ντόπιων. Εδώ, κάθε μέρα η επιβίωση είναι μια μάχη, κάθε στιγμή μια υπενθύμιση ότι η ζωή προχωράει είτε το θες είτε όχι. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να γεννηθεί μια ιδέα σαν τον Ολυμπιακό.

Εργατική τάξη…

Η ταβέρνα του Μοίρα είναι κάτι παραπάνω από μια ταβέρνα – είναι το σαλόνι της εργατικής τάξης, η Βουλή του λιμανιού, το μέρος όπου οι αποφάσεις παίρνονταν με χτυπήματα στα τραπέζια και οι υποσχέσεις δίνονταν ανάμεσα σε τσουγκρίσματα ποτηριών. Βρισκόταν στη συμβολή της σημερινής οδού Καραολή και Δημητρίου με την Καραΐσκου, στο κέντρο της πόλης, ένα μαγαζί γεμάτο βαριά ξύλινα τραπέζια, μπουκάλια με κρασί που δεν άδειαζαν ποτέ, και έναν αέρα που μύριζε αλάτι, σκόρδο και καπνό. Αυτό ήταν το στέκι των ανθρώπων του λιμανιού, των εμπόρων, των ναυτικών και των παραγόντων που έβλεπαν τον Πειραιά όχι απλά ως λιμάνι, αλλά ως μια δύναμη που έπρεπε να αποκτήσει μια μέρα τη δική της ποδοσφαιρική σημαία.

Εκεί, ένα βράδυ που έμοιαζε με όλα τα άλλα, αλλά δεν ήταν, στις 10 Μαρτίου του 1925, κι ενώ η μυρωδιά του τσίπουρου και του ψητού κρέατος τρύπωνε βαθιά στις ρωγμές των ξύλινων τραπεζιών, συγκεντρώθηκαν 33 άνδρες που δεν είχαν σχέση με τις τυπικές ελίτ της εποχής τους. Ηταν ναυτικοί, έμποροι, πρώην στρατιωτικοί και νέοι με βλέμμα που έκαιγε από την επιθυμία να δημιουργήσουν κάτι δικό τους. Ανδρες που είχαν ζήσει πολέμους, είδαν φίλους να χάνονται στη φωτιά της ιστορίας, είχαν γευτεί τη φτώχεια, αλλά δεν είχαν χάσει το όραμά τους. Δεν μαζεύτηκαν για να φτιάξουν απλώς μια ομάδα, μα για να γεννήσουν ένα σύμβολο, έναν θρύλο που θα ενσάρκωνε το πάθος του Πειραιά.

«Άνδρες που είχαν ζήσει πολέμους, είδαν φίλους να χάνονται στη φωτιά της Ιστορίας, είχαν γευτεί τη φτώχεια, αλλά δεν είχαν χάσει το όραμά τους».

Αυτοί οι 33 ήταν οι θεμελιωτές ενός κινήματος που θα άφηνε ανεξίτηλο σημάδι στην ελληνική και παγκόσμια αθλητική ιστορία. Ο Μιχάλης Μανούσκος, βιομήχανος και αργότερα δήμαρχος Πειραιά, είχε αναλάβει να κρατήσει τη συζήτηση ζωντανή. Καθόταν στο κέντρο, ένας άντρας που δεν μιλούσε πολύ αλλά όταν το έκανε, οι άλλοι σταματούσαν να τρώνε για να ακούσουν. Δίπλα του, ο Νότης Καμπέρος, ο «ιπτάμενος» άνθρωπος που είχε δει τη γη από ψηλά και ήξερε πώς φαίνεται η ελευθερία από εκεί πάνω. Γύρω τους, άλλα 31 άτομα – ο Ανδριανόπουλος και τα αδέλφια του, ο Παπαντωνίου, ο Κανελλόπουλος, ο Ανδρόνικος, ο Μέρμηγκας, ο Μαραγκουδάκης, ο Ζαχαρίας και πολλοί ακόμη. Δεν ήθελαν άλλη μια ομάδα, ήθελαν να δημιουργήσουν την ομάδα που θα γινόταν η φωνή τους.

Ο Νότης Καμπέρος, αεροπόρος και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, έριξε την πρώτη σπίθα στο τραπέζι. «Θα τον πούμε Ολυμπιακό!», είπε, σηκώνοντας το ποτήρι του. Οι υπόλοιποι «πάγωσαν» προς στιγμήν, ήξεραν πως η λέξη αυτή είχε βάρος. Δεν ήταν απλά ένα όνομα, ήταν ένα σύμβολο. Ηταν η δύναμη, η δόξα, η αθλητική αρετή. «Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς», συμπλήρωσε ο Μιχάλης Μανούσκος. Τα χειροκροτήματα έσκισαν τον αέρα. Επειτα ο Μανούσκος λέγεται πως γύρισε στον Μπάτη: «Γιώργο, τραγούδα κάτι όμορφο. Κάτι να γιορτάσουμε ρε μάγκα. Γιώργο, τραγούδα για την αγάπη που έρχεται». Και κάπως έτσι, ανάμεσα σε γεμάτα ποτήρια και καρδιές που χτυπούσαν δυνατά, γεννήθηκε ο Ολυμπιακός. Το σύμβολο ενός λαού που αρνιόταν να ζει στη σκιά των άλλων.

Θανάσης Μέρμηγκας

Το όνομα εγκρίθηκε ομόφωνα. Για να συμβεί αυτό ένας άνθρωπος είχε δουλέψει αθόρυβα αλλά καθοριστικά: ο Θανάσης Μέρμηγκας. Πολιτικός επιστήμονας με σπουδές στη Βιέννη, ήταν ένας εκ των ιδρυτών που ήξερε πώς να μετατρέψει ένα όνειρο σε πράξη. Ήταν εκείνος που επικοινώνησε με την Αυστριακή Ολυμπιακή Επιτροπή για τη χρήση του ονόματος. Η απάντηση ήταν θετική και το όραμα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ένας άνθρωπος που πίστευε βαθιά στη δύναμη του αθλητισμού και στην ανάγκη του Πειραιά να αποκτήσει τη δική του σημαία στον ελληνικό ποδοσφαιρικό χάρτη. Οι παρεμβάσεις του στα πρώτα καταστατικά του συλλόγου βοήθησαν στη διαμόρφωση ισχυρών θεμελίων και διασφάλισαν ότι η ομάδα θα είχε όχι μόνο δυνατή παρουσία στο γήπεδο, αλλά και σωστές οργανωτικές βάσεις, σε μια εποχή που τα γήπεδα δεν είχαν χορηγούς και ονόματα εταιρειών. Είχαν λάσπη, ιδρώτα και άντρες που έπαιζαν σαν να εξαρτιόταν η ζωή τους από αυτό.

Η πρώτη μεγάλη απόφαση που πήραν οι ιδρυτές ήταν η δημιουργία των «100 αθανάτων», των ισόβιων μελών του συλλόγου, οι οποίοι θα είχαν την ευθύνη να διαφυλάξουν το πνεύμα και τις αξίες του Ολυμπιακού. Ενα κλειστό σύστημα, με αυστηρούς κανόνες, στο οποίο κανείς δεν θα γινόταν μέλος, εκτός αν έφευγε κάποιος άλλος. Ο Μιχάλης Μανούσκος ήξερε ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι, αλλά μια μάχη για σεβασμό, μια μάχη για τις αξίες ενός τόπου.

Τα χρώματα επιλέχθηκαν με περίσκεψη – κόκκινο, το χρώμα της φωτιάς, της γενναιότητας, του πάθους. Λευκό, το χρώμα της αγνότητας, της δικαιοσύνης, της ευγενούς άμιλλας. Το έμβλημα θα ήταν ένας δαφνοστεφανωμένος έφηβος, το σύμβολο της νίκης, μια έμπνευση από τους Αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η τέλεια αντανάκλαση του ονόματος που είχε επιλεχθεί. Ολα σχεδιασμένα για να αντικατοπτρίζουν τις αξίες του συλλόγου και να εντυπωθούν για πάντα στη συνείδηση των Πειραιωτών.

«Λίγες εβδομάδες μετά την ίδρυσή του, ο Ολυμπιακός έδωσε τον πρώτο του αγώνα, συντρίβοντας την ομάδα του γαλλικού πολεμικού πλοίου «Jeanne d’Arc» με 6-0».

Τα πρώτα καταστατικά του συλλόγου, επιμελημένα από ανθρώπους όπως ο Μέρμηγκας, έθεσαν τις βάσεις για έναν οργανισμό που θα διαρκούσε για δεκαετίες. Η δομή της ομάδας οργανώθηκε με αυστηρότητα, δίνοντας προτεραιότητα όχι μόνο στην αγωνιστική επιτυχία, αλλά και στην ενότητα και την αφοσίωση των μελών της. Οι φίλαθλοι του Πειραιά άρχισαν να αισθάνονται ότι αυτή η ομάδα τούς εκπροσωπούσε πραγματικά, δημιουργώντας έναν άρρηκτο δεσμό που θα συνεχιζόταν για γενιές.

Το ξεκίνημα μιας δυναστείας

Λίγες εβδομάδες μετά την ίδρυσή του, ο Ολυμπιακός έδωσε τον πρώτο του αγώνα, συντρίβοντας την ομάδα του γαλλικού πολεμικού πλοίου «Jeanne d’Arc» με 6-0. Το σκορ αυτό δεν ήταν απλώς μια νίκη, αλλά ένα πρώτο μήνυμα. Ο Ολυμπιακός δεν ήταν μια ομάδα που θα περνούσε απαρατήρητη. Ήταν το ξεκίνημα μιας δυναστείας, που με την πάροδο του χρόνου θα κυριαρχούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Το Ποδηλατοδρόμιο έγινε η πρώτη του έδρα, ένας χώρος όπου οι Πειραιώτες συνέρρεαν για να δουν τον Ολυμπιακό τους να μεγαλουργεί, κουβαλώντας την ιστορία μιας ομάδας που γεννήθηκε σε μια ταβέρνα, αλλά μεγάλωσε για να γίνει ένας παγκόσμιος θρύλος. Κι όσο υπάρχει ποδόσφαιρο, όσο υπάρχει Πειραιάς, ο Ολυμπιακός θα είναι πάντα εκεί – το σύμβολο μιας πόλης που δεν λυγίζει, που αντιστέκεται, που γιορτάζει και πονάει μαζί με την ομάδα της.

Η ομάδα που συνέτριψε την ομάδα του γαλλικού πολεμικού πλοίου «Jeanne d’Arc» με 6-0. Ο ενδέκατος παίκτης...εκτελούσε χρέη φωτογράφου. Άλλες εποχές...