
Ολοι περιμένουμε τον ανασχηματισμό, που θα ανακοινωθεί κατά πάσα πιθανότητα σήμερα, όμως η δικαιολογημένη έξαρση της περιέργειας που συνοδεύει την αναμονή δεν αντιστοιχεί στη σημασία του. Δεν πρόκειται να δούμε μια κυβέρνηση που θα εκπλήξει, για τον απλό λόγο ότι η δυνατότητα επιλογής προσώπων ικανών για υπουργικές θέσεις είναι δεδομένη και δεν αποκλείω να συρρικνώνεται κιόλας. (Αν αμφισβητείτε ότι συρρικνώνεται, τότε σκεφτείτε αν εσείς ξέρετε κάποιον πρόθυμο να γίνει υπουργός, που να μην είναι ήδη βουλευτής ή ψώνιο…) Το πιθανότερο, επομένως, είναι να έχουμε μια ανακατανομή των λίγων ικανών και των πολλών ανίκανων – αυτές είναι οι αναλογίες στη ζωή, αυτές και στην πολιτική. Η κατανομή τους στις διάφορες θέσεις έχει ασφαλώς σημασία, εφόσον δείχνει τις προτεραιότητες που θέτει η ανανεωμένη κυβέρνηση. Η αντικατάσταση του κ. Σταϊκούρα, λ.χ., κάτι θα σημαίνει, όπως και η αρχική επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου για τη θέση που άφησε κενή ο Κώστας (Αχ-Βαχ) Καραμανλής σήμαινε κάτι.
Ανακατανομή, λοιπόν, με προσθήκες ως επί το πλείστον διακοσμητικές (οι υφυπουργοί) και ορισμένες λειτουργικές. Ως εκεί εκτείνονται οι προσδοκίες μου. Την ανάταξη όμως για την κυβέρνηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τη φέρει ο ανασχηματισμός. Μόνο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός θα το μπορούσε, αν είναι πρόθυμος να καταπιαστεί σοβαρά με τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους, αυτές στις οποίες συνήθως αναφερόμαστε με τη φράση «η Ελλάδα δεν αλλάζει». Οχι βέβαια με όλες τις παθογένειες, κάτι τέτοιο θα ήταν εκτός πραγματικότητας. Εστω με μία φτάνει. Ας είναι οποιαδήποτε! Μπορεί να διαλέξει κατά το γούστο του, καθώς διαθέτουμε ποικιλία παθογενειών. Ας πούμε, η επιβολή του νόμου στην οδική κυκλοφορία – τόσος κόσμος σκοτώνεται στους δρόμους. Επίσης, τα δημόσια μέσα μεταφοράς σε συνδυασμό με τον κυκλοφοριακό κορεσμό της πρωτεύουσας. Η ανομία των παραδοσιακών τραμπούκων της Αριστεράς στα πανεπιστήμια, που εξακολουθεί να υφίσταται – και φαντάζομαι ότι ακόμη γελάει με το ανέκδοτο της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Απειρα θέματα υπάρχουν, που αφορούν άμεσα την καθημερινότητα των πολλών και επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής τους. Με τέτοια πρέπει να καταπιαστεί, νομίζω.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός αντιμετώπισε επιτυχώς δύσκολες κρίσεις (σύνορα, πανδημία κ.ά.), κατάφερε να ανατάξει την οικονομία, επανέφερε τη χώρα σταθερά στη Δύση και χειρίστηκε με επιδεξιότητα τις προκλήσεις από τον διεθνή περίγυρο. Ομως, αλλαγές που προϋποθέτουν αλλαγές στο βάθος του κράτους και συνεπάγονται συγκρούσεις δεν επιχείρησε. Οι καινοτομίες που εισήγαγε, π.χ., η δυνατότητα λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, έγιναν εκεί όπου υπήρχε μια ρωγμή, στο πλέγμα των συμφερόντων που ονομάζουμε κράτος. Αλλες, όπως η αξιολόγηση των υπαλλήλων στο Δημόσιο, προχώρησαν μέχρις εκεί που προσέκρουσαν στον τοίχο του συνδικαλισμού. Ηταν συνειδητή επιλογή του, πιστεύω, να μην μπλέξει με ένα «Στάλινγκραντ», μιλώντας μεταφορικά.
Η λογική της στάσης αυτής είναι απλή: Αντίπαλο ο Μητσοτάκης δεν είχε, ούτε έχει, ούτε και φαίνεται κάποιος στον ορίζοντα. Δεν έχει καν σοβαρή αντιπολίτευση να αντιμετωπίσει. Η οικονομία πάει μια χαρά, παρά την ακρίβεια, στα δε εξωτερικά είμαστε οι καλύτεροι! Κάνουμε high politics με την Ούρσουλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, γιατί να μπλεχτούμε με τα πίτουρα, τις συντεχνίες, τα κατεστημένα μικρά συμφέροντα, που πάντα τα υπερασπίζεται η εκάστοτε αντιπολίτευση; Ποιος θέλει να τον φάνε οι κότες; Σε αυτή τη στάση, κατά τη γνώμη μου, εντάσσεται και η αδιαφορία για τα Τέμπη. Προσωποποιήθηκε από την πρώτη στιγμή μάλιστα στην επιλογή του αντικαταστάτη του ατυχούς Αχ-Βαχ. Ομως, δύο χρόνια αργότερα το θέμα των Τεμπών ανέδειξε τα όρια αυτής της στρατηγικής.
Με τις ανατροπές που έφερε η εκλογή του Τραμπ, τα εξωτερικά παύουν πλέον να είναι πεδίον δόξης λαμπρόν και γίνονται ένα ναρκοπέδιο γεμάτο σοβαρά διλήμματα. Στα δύο χρόνια που απομένουν για την κυβέρνηση, ο μόνος δρόμος προς τα πάνω παραδόξως περνάει πρώτα από κάτω. Για να κερδίσει δηλαδή ξανά την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του, ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει μάλλον να στρέψει την προσοχή του προς τα κάτω και να μη φοβηθεί να προχωρήσει στο βάθος.