
Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ ισχυρός ούτε πολύ αδύναμος. Διότι, αν είναι πολύ ισχυρός, θα διεκδικεί έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων, λειτουργώντας στην πράξη ως ένας ημιπροεδρικός Πρόεδρος και όχι ως Πρόεδρος μιας Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Ενώ, αν είναι πολύ αδύναμος, θα λειτουργεί ως απλός διεκπεραιωτής της βούλησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, περιοριζόμενος σε έναν διακοσμητικό ρόλο, δηλαδή θα ήταν τελικά ένα περιττό συνταγματικό όργανο.
Το Σύνταγμα του 1975 εξόπλισε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ισχυρές πολιτικές εξουσίες που του παρείχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως παράγων πολιτικών ανακατατάξεων: παύση Κυβέρνησης που διέθετε την εμπιστοσύνη της Βουλής, αντικυβερνητική διάλυση της Βουλής, διορισμός «προεδρικών» Κυβερνήσεων, προκήρυξη δημοψηφίσματος σε περίπτωση διαφωνίας του με την Κυβέρνηση ή τη Βουλή για την ακολουθητέα πολιτική σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Οι εξουσίες αυτές δεν ασκήθηκαν ποτέ, ούτε κατά την περίοδο της «συγκατοίκησης» Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, όμως απλώς και μόνον η ύπαρξή τους και το ενδεχόμενο της χρησιμοποίησής τους λειτούργησε ως στοιχείο συνταγματικής ισορροπίας στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1986 μετακινήθηκε εγγύτερα προς το άλλο άκρο. Εισήγαγε τη φανερή ψηφοφορία στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, μειώνοντας την ανεξαρτησία του από τα πολιτικά κόμματα, και κατήργησε σχεδόν όλες τις αρμοδιότητές του που τον καθιστούσαν μία αυτόνομη πολιτική δύναμη στο συνταγματικό σύστημα. Ο τελευταίος λίθος στην αποδυνάμωση της συνταγματικής αυτονομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας τέθηκε με την αναθεώρηση του 2019 που θέσπισε τη δυνατότητα εκλογής του με απόλυτη ή και μόνο με σχετική πλειοψηφία.
Παρ ‘όλα αυτά, οι σχέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας με την Κυβέρνηση και τη Βουλή δεν έχουν απορροφηθεί πλήρως από την αρχή της πλειοψηφίας. Αλλωστε, στον προεδρικό θεσμό, εν αντιθέσει προς τον βασιλικό θεσμό, όπως αυτός έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη εποχή, υπάρχει πάντοτε ένα εγγενές αντιπλειοψηφικό στοιχείο, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονο. Ετσι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα αναπομπής νόμων στη Βουλή, για λόγους συνταγματικής φύσεως, δηλαδή τυπικής ή ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας (άρθρο 42 Συντ.) με σκοπό την επανεξέταση του νόμου από τη Βουλή. Αλλά και στις περιπτώσεις που απαιτείται υπουργική προσυπογραφή, η υπογραφή του Προέδρου έχει πάντοτε μία λειτουργία συνταγματικού ελέγχου, π.χ. όταν απουσιάζουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση ΠΝΠ (άρθρο 44 παρ 1. Συντ.) ή όταν προωθούνται προς υπογραφή αντισυνταγματικά σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων, όπως συνέβη το 2019 με τους προτερόχρονους διορισμούς στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, τους οποίους ορθώς αρνήθηκε να υπογράψει ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να είναι ουδέτερος, αμερόληπτος, super partes, όλα αυτά όμως αφορούν τη σχέση του Προέδρου με τα πολιτικά κόμματα, όχι με το Σύνταγμα, η φύλαξη του οποίου αποτελεί αντικείμενο του όρκου του στο άρθρο 33 Συντ. Με άλλα λόγια, δεν νοείται ουδετερότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας απέναντι στις παραβιάσεις του Συντάγματος. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Πρόεδρος έχει εξουσίες ελέγχου της Κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δηλαδή λειτουργεί ως θεσμικό αντίβαρο. Σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, που δεν διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο, η προεδρική αυτή λειτουργία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής ΕΑΠ