
Η απουσία της Ζωής Κωνσταντοπούλου και του κόμματός της, από την ορκωμοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κώστα Τασούλα, είναι προσβολή στο δημοκρατικό πολίτευμα. Και ένας βολικός ελιγμός για να διευρύνει το θεωρούμενο αντισυστημικό ακροατήριό της, το οποίο φαίνεται να βρήκε στο πρόσωπό της το νέο είδωλό του. Δεν είναι τυχαίο ότι, αν και πορφυρογέννητη, παιδί ανθρώπων του συστήματος, επέλεξε να διακινεί την αντισυστημική εικόνα της, να κρατήσει δηλαδή την ίδια στάση με τον Βελόπουλο. Μαζί με τον ακροδεξιό επιστολογράφο του Ιησού, η Κωνσταντοπούλου επένδυσε ιδιαίτερα στα Τέμπη και στην πολιτική εξαργύρωσή τους.
Η συμπόρευσή της με τον ΣΥΡΙΖΑ και με το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δεν ήταν ένα κυνήγι μοιρασιάς ψηφοφόρων. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τη μερίδα του λέοντος του «θηράματος», των οπαδών του αντισυστήματος, επειδή η ίδια δεν είχε τίποτα να χάσει. Είναι σε ένα προσωποπαγές πολιτικό σχήμα, χωρίς πρόγραμμα και θέσεις, που εξελέγη φτιάχνοντας καρδούλες με τα χέρια της. Η πολιτική της ταυτότητα είναι κυρίως η ταυτότητα που η ίδια φιλοτέχνησε για τον εαυτό της τα χρόνια των Αγανακτισμένων και, κατόπιν, το τραυματικό για τη χώρα πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής. Αν το πολιτικό παιχνίδι ήταν ένα θέαμα, για τον ρόλο που έπαιξε θα είχε βραβευτεί ως καρατερίστα – κάτι σαν Σαπφώ Νοταρά της πολιτικής. Μερικές σκηνές εκείνης της μυθοπλασίας θα ήταν αλησμόνητες – όπως αλησμόνητη είναι η σκηνή από την ταινία «Το παιδί της μαμάς», όπου η Σαπφώ Νοταρά φωνάζει στον Γιάννη Βογιατζή «Λαλάκη, την κρεμούλα σου».
Κορυφαίες σκηνές εκείνης της καριέρας ήταν η πολιορκία της ΕΡΤ, μετά το «μαύρο» του Αντώνη Σαμαρά στην κρατική ραδιοτηλεόραση, μαζί με την αξέχαστη Ραχήλ Μακρή ή η συγκρότηση της περίφημης Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους στο πλαίσιο της οποίας είχε μετακαλέσει στη Βουλή έναν φιλόσοφο με σαγιονάρες ο οποίος είχε αναλάβει να κηρύξει «νόμιμα, παράνομα, αθέμιτα, επονείδιστα και μη βιώσιμα τα μνημονιακά χρέη». Η ύστατη προσπάθειά της ως Πρόεδρος της Βουλής να μην ψηφιστεί εγκαίρως η κύρωση του τρίτου μνημονίου (του μνημονίου Τσίπρα) που θα έδινε στη χώρα ρευστότητα είναι ακόμα ένα επεισόδιο ανθολογίας στη sui generis παρουσία της.
Τα επεισόδια εκείνα, κι άλλα πολλά, ενώθηκαν με τη γενικότερη στάση της στην κοινοβουλευτική περίοδο που διανύουμε, στην οποία διακόπτει, δεν υπολογίζει τους χρόνους και, γενικώς, συμπεριφέρεται λες και είναι ξεχωριστή εκπρόσωπος του έθνους. Η στάση της κακής μαθήτριας στην τάξη, ωστόσο, φάνηκε να δικαιώνεται στον τρόπο με τον οποίο πήρε πάνω της τα Τέμπη. Υιοθέτησε χωρίς δισταγμό την «ετυμηγορία» του «λαϊκού δικαστηρίου» που διοργάνωσε τα συλλαλητήρια για «έγκλημα» και «συγκάλυψη», συνδέθηκε με τη Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος που πρωταγωνιστεί στις κινητοποιήσεις στις οποίες κυριαρχεί η συγκίνηση, δίνοντας την εντύπωση ότι συνεργάζονται – και άρπαξε την ευκαιρία που της προσφέρθηκε να συνυπογράψει με τον ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση δυσπιστίας του ΠΑΣΟΚ κατά της κυβέρνησης, που αυτομάτως την έκανε πρωταγωνίστρια.
Με αυτές τις απλές κινήσεις, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, από ένα πρόσωπο στον πολτό του αντισυστημισμού, μονομιάς ξεχώρισε. Αποτέλεσμα αυτών των στάσεων είναι η δημοσκοπική άνοδός της: καταφέρνει να πάρει το μεγαλύτερο μέρος των Αγανακτισμένων που είχαν το 2015 επιδοκιμάσει τον ΣΥΡΙΖΑ, και να κλείσει το μάτι ότι εκείνη μπορεί να εκφράσει τη «νέα Αγανάκτηση» – ή, έστω, το σημερινό ριζοσπαστικό αντιμητσοτακικό ρεύμα.
Εικάζω ότι τις επόμενες ημέρες θα στείλει στον Νίκο Ανδρουλάκη μια τούρτα – μαζί με τις ευχαριστίες της.