Ο δικός μου Ολυμπιακός

Πρώιμα χρόνια, στη δεκαετία του ’50, Μεταξουργείο Αχιλλέως 12 και στο δυάρι που είχαμε νοικιάσει (ισόγειο βεβαίως-βεβαίως) κατοικούσαμε εννέα νοματαίοι. Σε ένα δωμάτιο η οικογένεια – εμείς οι τέσσερις –, στο έτερο δωμάτιο οι φιλοξενούμενοι αγαπημένοι συγγενείς. Οι φιλοξενούμενοι συγκάτοικοι, για να ξέρουμε τι λέμε. Ο πατήρ βλοσυρός, σοβαρός, ολιγομίλητος, είχε δύο έρωτες: το καφενείο με το μπιζίκι του, ή το ραμί του, και Κυριακή παρα-Κυριακή Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο Παναθηναϊκός του. Και μην του ‘λεγες κουβέντα, για την πρασινίλα του. Τι το φυσιολογικότερο, τα βλαστάρια του να ακολουθήσουν κατα πόδας τα ίχνη του γεννήτορα τους; Ελα όμως που πάντα επιβεβαιώνεται η ρήση «Τα ετερώνυμα έλκονται»! Σοσιαλιστής και Παναθηναϊκός ο κυρ-Γιάννης, βασιλικιά και Ολυμπιακιά η Αγγελική η μάνα μας. Και ως εδώ δεν χάλαγε ούτε η σούπα, ούτε η μανέστρα. Δεν επενέβαινε ο ένας στα θέλω του άλλου. Τη ζημιά την έκανε ο θείος ο Νικολάκης, ο λεγόμενος και «Αράπης». Μπαρμπέρης στο επάγγελμα, Πειραιώτης από τα Μανιάτικα, και διαχρονικός συγκάτοικος της οικογενείας! Αλλά ό,τι συμβαίνει με όλους τους θείους, τους αγαπημένους, δρομολογήθηκε και με τον Νικολάκη. Και η μεγάλη βολεμένη η μανούλα μας, η οποία κάθε Σαββατοκύριακο μας φόρτωνε στον Αράπη ο οποίος βεβαίως-βεβαίως αναλάμβανε την υποχρέωση, ή το καθήκον να καλύπτει κάθε μας επιθυμία. Και τα τσογλάνια επιθυμούσαμε πολλά. Να τα Σινέακ, να οι βόλτες στον βασιλικό κήπο, να οι θερινοί οι σινεμάδες, να κάτι ταράτσες για να βλέπουμε το καλοκαιράκι τζάμπα το Θέατρο Βέμπο, το Αλκαζάρ, το Βικτωρία, του Σαμαρτζή. Μα πάνω απ’ όλα κάθε Κυριακή, το μεγάλο ταξίδι. Φορτηγό του Χάχαλη, οι λεγόμενες γερμανικές γουρούνες, κάτι φορτηγά Μερσεντές με πλακουτσή μούρη, τα οποία αφέθηκαν από τους κατακτητές κατά τη διάρκεια της αποδομήσεως. Ενα απ’ αυτά, στα χέρια του Χάχαλη του υδραυλικού μας, και κάθε Κυριακή, όπως και κάθε Τετάρτη πραγματοποιούσε δύο σημαντικά ταξίδια. Κάθε Τετάρτη, στον Ιππόδρομο, στις Τζιτζιφιές. Και κάθε Κυριακή, εάν δεν πηγαίναμε για μπάνιο στη μακρινή, στην τροπική Βουλιαγμένη, πηγαίναμε στο Καραϊσκάκη. Και στις τρεις περιπτώσεις, γέμιζε η καρότσα από ενθουσιώδης γείτονες, είτε για να κάνουν κατάθεση στο πάθος τους οι αλογομούρηδες, είτε για να δηλώσουν βροντερό παρών οι Ολυμπιακάκηδες.

Δεν ήθελε και πολύ. Δυο-τρεις φορές στον μεγάλο ναό, με την καρβουνόσκονη γινόσουνα μικρός και αργότερα γιαταγάν αγάς διά βίου. Ούτω πώς εβαπτίσθημεν στην Ολυμπιακή Σιλωάμ. Ομως εκείνο που διαβάζεις ήταν το πάθος, των γύρω – γύρω, γιατί αυτό το φόρτωμα γινότανε στο Μεταξουργείο, μια γειτονιά αθηναϊκή και λογικά καταπράσινη, ό,τι συνέβαινε στον Βοτανικό, στον Κολωνό, στα Πετράλωνα.

Γιατί, κατεβαίνοντας στο Καραΐσκάκη, οι γουρούνες κάναν στόλο ολόκληρο, και όλες αυτές κατηφόριζαν ή την Πειραιώς, ή τη μεγάλη Συγγρού, από την Αθήνα, παρακαλώ-παρακαλώ, από το κάστρο του Παναθηναϊκού. Γιατί η απόσταση Μεταξουργείο – Λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι δεν είναι ένα ενάμισι χιλιόμετρο. Η απόσταση όμως Μεταξουργείο – Καραϊσκάκη, τα χιλιόμετρα είναι εννιά. Και όταν έπαιζε ο Παναθηναϊκός στην έδρα του δεν θυμάμαι φορτηγά και γουρούνες να έρχονται απ’ τον Πειραιά, απ’ την Κοκκινιά, απ’ τη Δραπετσώνα, απ’ το Κερατσίνι, απ’ τα Φάληρα, με Παναθηναϊκούς φιλάθλους. Κάτι τέτοιο ανήκε στη ζώνη της βαριάς φαντασίας. Ολα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Από πιτσιρικάς το σκεφτόμουνα: τι συμβαίνει με την ομάδα μου, και αγαπιέται παντού; Στις αθηναϊκές γειτονιές, στα Πετράλωνα, Παγκράτι, Αμπελόκηπους, Εξάρχεια, Αγιος Παύλος, Σεπόλια! Παντού κυριαρχεί ο Ολυμπιακός. Σε προσφυγικές γειτονιές, σε Δουργούτι, σε Νέα Ιωνία, σε Κορυδαλλούς, σε Περιστέρια, σε Αιγάλεω Σίτ, σε Κοκκινιές; Παντού Ολυμπιακός! Ασε την επαρχία: Ολυμπιακός Λαμίας, Ολυμπιακός Χαλκίδας, Ολυμπιακός Λουτρακίου, Ολυμπιακός Κοζάνης, Ολυμπιακός Πατρών, ακόμα και Ολυμπιακό Αθηνών με έδρα την Ομόνοια, την οδό Σατωβριάνδου… Το ίδιο ανακάλυψα όταν μεγάλωσα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ολυμπίκ ντε Μαρσέιγ στη Μασσαλία, Ολύμπια Μπόχουμ στη Γερμανία, Ολύμπια Κέμτεν στην Αυστρία. Και βέβαια μην το ξεχνάω, είχαμε και τον Ολυμπιακό Λευκωσίας.  Και το ερώτημα χρόνια καθόταν στο μυαλό μου, και απάντηση δεν έβρισκα. Και ένα απογευματάκι στου Τζανή το Καφενέ ανάμεσα στη φραπεδιά κι ένα ωραίο περγαμόντο που ‘φτιαχνε η γυναίκα του, την απάντηση μου την έδωσε ο Βαγγέλης  Χέλμης. Ολη η ιστορία, μου λέει, ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο. Ξεκίνησε τη δεκαπενταετία 1945-60. Μέχρι τότε ο Ολυμπιακός ήταν αγαπητός αλλά αγαπητή ήταν και η ΑΕΚ με δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, ο Παναθηναϊκός με άλλα τόσα, ο Αρης Θεσσαλονίκης με άλλα τρία. Ολοι τους σπουδαία σωματεία με σοβαρή παρουσία στα προπολεμικά χρόνια, και δίπλα σ’ αυτούς, ο Εθνικός Πειραιώς, με ένα Κύπελλο Ελλάδος, ο Απόλλων Αθηνών, ο Αστέρας Αθηνών. Σωματεία τα οποία είχαν και τον κόσμο τους και την αγωνιστική τους ταυτότητα. Αλλά όλοι απευθύνονταν στην πόλη τους ή στη γειτονιά τους. Ο Παναθηναϊκός σην Αθήνα, ο Ολυμπιακός στον Πειραιά, ο Αρης στη Θεσσαλονίκη, η ΑΕΚ στους Κωνσταντινουπολίτες, ο Πανιώνιος και ο Απόλλων στους Σμυρνιούς. Πανελλήνια εμβέλεια ήταν μέχρι το 1945 ελάχιστη.

Η δεκαπενταετία, 1945-60 και ιδιαίτερα η δεκαετία, 1948-58 ήταν που απογείωσε τον Ολυμπιακό, για έναν απλό λόγο: Εκείνη την περίοδο πήρε 11 πρωταθλήματα και έξι Κύπελλα, τα 5 απ’ αυτά νταμπλ. Αποτέλεσμα, η πιτσιρικαρία, σε όλη την Ελλάδα, καμάρωνε για τον πρωταθλητή. Τι να βγεις τότε να πεις, ότι είμαι κίτρινος, πράσινος, μαύρος, μπλε, κόκκινος με μωβ πουά; Δεν γίνεται.

Με λίγα λόγια, σε μία εποχή, αρκετά καθυστερημένη, κάναμε πράγματα πολύ προχωρημένα. Ετσι, λοιπόν, μαθαίναμε και εμπεδώναμε ότι η αγωνιστική μας πορεία είχε ανταπόκριση. Το πόση σημασία είχε αυτό σε μια εποχή που το μοναδικό έσοδο ήταν το εισιτήριο και που το χαρτζιλίκι των παικτών έβγαινε από τα εισιτήρια που μοίραζαν οι ίδιοι σε αγώνες ντέρμπι στη μαύρη αγορά. Δεν υπήρχε τότε η πολυτέλεια μεταγραφών και αμοιβών. Γι’ αυτό και όλη την ημέρα αλωνίζαμε ελεύθερους χώρους και αλάνες, μπας και διαβάσουμε το ταλέντο.

Οχι μόνο εδώ. Σε ολάκαιρη την Ελλάδα, γιατί Ολυμπιακοί υπήρχαν παντού και τα τηλέφωνα σπάγανε να μας ενημερώνουν ότι τον καλό τον παίκτη τον έχουν στο Αγρίνιο, στα Γιάννενα, στη Λαμία, στην Πάτρα και ξεκινάγαμε ταξίδια ατέλειωτα για να δούμε από κοντά το υποδεικνυόμενο ταλέντο. Και όλοι τους λαχταρούσαν να έρθουν στον Ολυμπιακό.

Δύο παίκτες μου ξέφυγαν, ή μάλλον τρεις: ο Λάκης Εμμανουηλίδης, που πήγε στην ΑΕΚ, ο Λάμπης Κουιρουκίδης που πήγε στον ΠΑΟΚ και ήταν από τη Δράμα και τέλος ο Κώστας Νεστορίδης, που έπαιζε στην Καλλιθέα και μετά στον Πανιώνιο και κατέληξε στην ΑΕΚ. Αυτούς έχασα από πρωτοκλασάτους και η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τον καιρό του καταραμένου του Εμφύλιου η λέξη Ολυμπιακός ήταν πολύ μεγάλο κλειδί. Τρεις φορές την εβδομάδα έπρεπε να τρέχω στη Γενική Ασφάλεια στον Πειραιά για να μαζεύω τη μισή ομάδα.

Γιατί βλέπεις ο κομμουνισμός δεν χτύπησε τις πόρτες του Κολωνακίου, του Ψυχικού, της Κηφισιάς, ούτε των αριστοκρατικών συνοικιών των Αθηνών. Χτύπησε τις φτωχομάνες και τα δικά μου τα παιδιά ήταν φτωχόπαιδα. Επόμενο να διαβάζουν τον μαρξιστικό παράδεισο σαν την κοινωνία που είχε φαΐ για όλους.

Αφού μας πήρανε χαμπάρι οι φίλαθλοι μάς σκαρώσαν και τραγούδια για το αριστεριλίκι μας, και πάνω στη μελωδία του «Της Ζέας το Λιμάνι» στήσανε και τραγούδι για τον Ολυμπιακό, το οποίο έλεγε:

Ζάκας, Χέλμης και Μινάρδος,

και φουνταριστός ο Βάζος,

στα δοκάρια ο Κουρουκλάτος

πούνε κόκκινος και γάτος,

μπακ αριστερό ο Μουράτης

που είναι σκύλος και αντάρτης,

έξω δεξιά ο Δαρίβας,

που είναι αριστερός στην ντρίμπλα.

Επάνω σ’ αυτή τη στιχουργική λογική περπάταγε μια εποχή ολόκληρη. Αλλά περπάταγα κι εγώ απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Να τρέχω στη Γενική Ασφάλεια, να ψάχνω, να παρακαλάω, να τους βγάζω και να τους ξαναμαζεύω.

Παρά ταύτα, σταθήκαμε και προχωρήσαμε. Και ένα απόγευμα, έρχεται ο γιος μου ο Νίκος από το δέκατο Γυμνάσιο… που είναι πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, και μου είπε σε ένα μέτρημα πόσοι είμαστε οι Ολυμπιακοί και πόσοι οι Παναθηναϊκοί, και βγήκαμε 15 παραπάνω οι Ολυμπιακοί.

Μιλάμε τώρα για πενήντα μέτρα από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Τότε δάκρυσα γιατί κατάλαβα ότι είμαστε πανελλήνια ομάδα. Και αυτό μην το ψάχνεις στο πανί. Σε κάθε χώρα υπάρχει ένας Ολυμπιακός. Στην Ισπανία η Ρεάλ, στη Γερμανία η Μπάγερν, στην Ολλανδία ο Αγιαξ, στη Σερβία ο Ερυθρός Αστέρας. Στη Βιέννη, στην Αυστρία δηλαδή, η Ραπίντ, στην Αγγλία η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το περίεργο είναι ότι σχεδόν όλες αυτές οι ομάδες φοράνε φανέλα κόκκινη. Αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν έχω απάντηση.

Μάιος του εβδομήντα. Τέλειωσα το φραπεδάκι μου. Καληνύχτισα τον κύριο Ευάγγελο και έφυγα με ένα κεφάλι γεμάτο Ολυμπιακό.