Γεννήθηκε το 1888 στη Σαμψούντα, σπούδασε στο ωδείο του Κιέβου και στα δεκαεννιά της τραγούδησε στην Οπερα της Μόσχας (λέγεται μάλιστα ότι ήταν η αγαπημένη σοπράνο του τσάρου Νικόλαου). Ακολούθησαν θριαμβευτικές εμφανίσεις της σε πόλεις της Ρωσίας, στο Μιλάνο, το Παρίσι, τη Βιέννη, η χάρη της έφτασε μέχρι τις ΗΠΑ. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαταστάθηκε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου συνέχισε την καριέρα της κάνοντας, παράλληλα, και μαθήματα φωνητικής. Ομως στη δεκαετία του 1940 άρχισε να χάνει τη φωνή της. Και ίσως γι’ αυτό να «λάσκαρε» το μυαλό της όπως έλεγαν τότε.
Η ιστορία της Μαρίκας Παλαίστη θα μπορούσε να τελειώνει εδώ. Μια σοπράνο που την εγκατέλειψε το ταλέντο της και έσβησε στην παρακμή και την απομόνωση. Με κάποιες δραματουργικές «ενέσεις» (αν και βίωσε το δράμα αφού τα δύο της παιδιά πέθαναν σε ηλικία πέντε και επτά ετών) η ζωή της θα γινόταν ταινία. Ομως η κινηματογραφική πλοκή αρχίζει από δω και πέρα. Οταν το 1953 οι Ελληνίδες απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, ίδρυσε το Ανεξάρτητο Δημοκρατικό Κόμμα Ελληνίδων. Και έκλεινε τις προεκλογικές της ομιλίες τραγουδώντας άριες. Για τις πολιτικές αντιλήψεις της εποχής ήταν «ψώνιο». Ενώ τα κοινωνικά ήθη ανέχονταν τον δημόσιο χλευασμό, αυτό που σήμερα λέμε bullying. Ο κόσμος μαζευόταν στις συγκεντρώσεις της με ροκάνες και σφυρίχτρες για να κάνει σαματά, να την κοροϊδέψει, να φωνάξει συνθήματα όπως «Οι σπογγαλιείς των Αθηνών μαζί σου». Σε συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους πετούσαν ακόμη και κάψουλες που βρωμοκοπούσαν.
Μια γραφική φιγούρα που έβγαζε πύρινους, μαχητικούς λόγους, έγραφε διαπρύσιες ανακοινώσεις και προκηρύξεις τις οποίες ωστόσο δημοσίευαν ακόμη και οι μεγάλες εφημερίδες της εποχής. Διότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Μαρίκα Παλαίστη ήταν είδηση. Αρχικά μάλιστα, κάποιοι επιφανείς Αθηναίοι είχαν συνταχθεί με το κόμμα της. Οι περισσότεροι αποσύρθηκαν με ελαφρά πηδηματάκια όμως όσοι της απέμειναν προσπαθούσαν να την προφυλάξουν από τη χλεύη του κόσμου. Η Μελίνα Μερκούρη την αγαπούσε, ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν φίλος της και στις συγκεντρώσεις της προσπαθούσε να επιβάλει τάξη και ησυχία στο αλαλάζον κοινό – είχε βάλει μάλιστα τον, τότε, μαθητή του, τον ζωγράφο Μιχάλη Μακρουλάκη, αρχηγό της νεολαίας του κόμματός της. Το grande spettacolo της ήταν το 1960, σε μια συναυλία που θα έδινε στο θέατρο Ιντεάλ το οποίο ήταν κατάμεστο από αυτούς είχαν πάει όχι για να τη χειροκροτήσουν αλλά για να τη γιουχάρουν. Πριν αρχίσει να τραγουδά, είπε από μικροφώνου ότι αφιερώνει το ρεσιτάλ «…στη γυναίκα του Μανώλη Γλέζου που σαπίζει στη φυλακή ενώ ο Μέρτεν και άλλοι γκεσταπίτες…». Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Δέχτηκε επίθεση και αστυνομικοί την έσυραν με τη βία μακριά από τη σκηνή.
Η Μαρίκα Παλαίστη πέθανε ολομόναχη, σε ένα δωμάτιο του Ιπποκράτειου, τον Φεβρουάριο του 1970. Ανθρωποι που τη γνώρισαν μου έχουν μιλήσει για μια γυναίκα, μορφωμένη, κοσμοπολίτισσα, αλλά «φευγάτη» σε ένα δικό της σύμπαν. Και, για κάποιον λόγο, έχω την εντύπωση ότι, αν ζούσε σήμερα, το κόμμα της θα είχε μπει στη Βουλή. Μπορεί μάλιστα, κάποια στιγμή, να πλασαριζόταν πολύ ψηλά στις δημοσκοπήσεις.