Χωρίς αντίκρισμα η «Λευκή Βίβλος»

Η «Λευκή Βίβλος» της ΕΕ για την κοινή άμυνα που συζητείται σήμερα, θα παραμείνει όντως λευκή: ένα χαρτί χωρίς πραγματικό αντίκρισμα – ή, τουλάχιστον, χωρίς το αντίκρισμα για το οποίο υποτίθεται ότι προορίζεται: να εγγυηθεί την ασφάλεια της «κοινής Ευρώπης». Αυτή είναι μία αρκετά ασφαλής εκτίμηση, η οποία βασίζεται σε σειρά πραγματικών δεδομένων τα οποία λειτουργούν ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός τέτοιου αμυντικού μηχανισμού και εν προκειμένω απουσιάζουν, ενώ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα αυτή η κατάσταση να αλλάξει. Η άμυνα δεν είναι ένα πρώτο, ούτε καν ένα ώριμο στάδιο πάγιας διακρατικής συνεργασίας, ούτε υπήρξε ποτέ στην Ιστορία, ούτε και σήμερα, χαρακτηριστικό υπερεθνικών οργανισμών. Και ο λόγος γι’ αυτό είναι προφανής: πρόκειται για την ύπατη, πιο ακραία και τελεσίδικη μορφή έκφρασης της βούλησης κάθε κρατικής οντότητας, που είναι εντελώς αδύνατον να εκχωρηθεί στο επίπεδο που σήμερα συζητείται, καθώς αυτό θα ισοδυναμεί με οριστική αυτοκατάργησή της. Γι’ αυτό και τα κράτη τη διαφυλάσσουν ως κόρην οφθαλμού – και γι’ αυτό ακριβώς δεν έχει γίνει και το παραμικρό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση στην «κοινή Ευρώπη».

Ειδικά ως προς αυτό το μόρφωμα, τα ερωτήματα είναι τόσο ριζικά, που εξαφανίζουν κάθε πιθανότητα να προχωρήσει ένα ουσιαστικό τέτοιο σχήμα: πρώτον, για ποια κράτη μιλάμε; Ηδη, πριν καν αρχίσουν οι σχετικές συζητήσεις, έχουν ξεκινήσει οι διαχωρισμοί: είναι ξεκάθαρο ότι ένας πυρήνας κρατών μετέχει στην ουσία του θέματος, κάποια άλλα βρίσκονται στις παρυφές του και πολλά εντελώς στο περιθώριο.

Ομως, αυτό δεν είναι το μόνο ζήτημα. Γιατί υπάρχει και το δεύτερο: η Ευρώπη, έστω και αυτές οι λίγες χώρες που εν προκειμένω μετράνε, δεν εγγυώνται με κανένα τρόπο μια διαρκή ενιαία βούληση: έχουν εκλογές και αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές τους μπορεί να μεταβληθούν ανά πάσα στιγμή. Ετσι, οποιαδήποτε ιδέα ότι ένας πραγματικός «ευρωστρατός» θα μπορεί να λειτουργεί ως ισχυρός πόλος για την άμυνα της Γηραιάς Ηπείρου με ικανότητα να σταθεί στα επίπεδα των μεγάλων δυνάμεων, συνιστά φενάκη: ουδείς μπορεί να βασιστεί σε αυτή.   Το τρίτο ζήτημα που εγείρεται αυτόματα είναι το ποιος θα σχεδιάσει τη δομή, τη λειτουργία, θα θέσει τους στόχους και, βέβαια, θα διοικεί έναν τέτοιο στρατό. Είναι ποτέ δυνατόν να συναποφασίσουν για όλα αυτά χώρες με κατά βάση διαφορετικά συμφέροντα; Πώς λ.χ. θα μπορεί να δοθεί η εντολή αυτού που συζητείται εδώ και καιρό: το να μεταβούν ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Ουκρανία. Δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να διαμορφωθεί ομοφωνία γύρω από τέτοια ζητήματα – και μάλιστα εγκαίρως. Κοινός στρατός είναι αδιανόητος χωρίς πολιτική ένωση. Και αυτή ούτε έγινε, ούτε θα γίνει στην Ευρώπη, η οποία είναι αυτοακρωτηριασμένη. Αντίθετα, αυτό που περισσότερο απ’ όλα φαίνεται να ενδιαφέρει στο βάθος αυτή τη στιγμή είναι η «πίτα» των λεγόμενων 800 δισ. ευρώ: το πώς θα μοιραστεί. Ειδικά η Γερμανία, που βρίσκεται σε πολύ κακή ώρα καθώς μία από τις πιο ακμαίες βιομηχανίες της, αυτή του αυτοκινήτου, γονατίζει για πρώτη φορά από τη μαζική κινεζική εισβολή, έχει πλέον μεγάλη ανάγκη να στρέψει την παραγωγή της στα οπλικά συστήματα. Και έχει επίσης ανάγκη να κάνει εξωτερική πολιτική και με το τι μπορεί να μοιράσει σε τρίτα μέρη. Η Γαλλία, πάλι, που δικαίως εκτιμά ότι είναι η πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα της ΕΕ, θεωρεί ότι τώρα πια «παίζει στο γήπεδό της».

Τέλος, η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να ξεχάσουν οριστικά και αμετάκλητα τα εξής: πρώτον, ότι οι προστασίες από ό,τι σχήμα προκύψει, αν υποτεθεί ότι θα προκύψει ποτέ, θα τις αφορούν έναντι της Τουρκίας, η οποία ήδη λογίζεται ως κορυφαίας σημασίας εταίρος. Και δεύτερον, ότι έχουν να περιμένουν «μερίδιο» από αυτή την «πίτα». Ψίχουλα ίσως. Μερίδιο, ούτε γι’ αστείο…