
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραµπ συνοδεύτηκε από την καταλυτική παρουσία του Ιλον Μασκ στην προσπάθεια αναµόρφωσης (και περιορισµού) του οµοσπονδιακού κρατικού µηχανισµού και πλαισιώθηκε από εκπροσώπους των µεγάλων ψηφιακών κολοσσών που συστρατεύονται σε µια διακυβέρνηση που υπόσχεται απεριόριστη επιχειρηµατική ελευθερία. Επιστρέφει έτσι µια τεχνοκρατική αλαζονεία που πέρασε ισχυρή δοκιµασία τα προηγούµενα χρόνια από την αδυναµία της να ελέγξει τη ρητορική µίσους στα ψηφιακά δίκτυα, τα σκάνδαλα παράνοµης αξιοποίησης προσωπικών δεδοµένων και τις µονοπωλιακές δοµές, αλλά τώρα επανέρχεται ανεξέλεγκτη.
Καπιταλισμός της πλατφόρμας
Η ανάλυση των φαινομένων που περιγράφουμε με τον όρο Big Tech, αφορά το σύνολο της κοινωνικής θεωρίας. Οι μαρξιστικής έμπνευσης προσεγγίσεις δεν αποτελούν εξαίρεση, αποτελώντας συχνά την αιχμή της ανάλυσης του πώς τα φαινόμενα αυτά συσχετίζονται με συνολικότερους μετασχηματισμούς των εργασιακών σχέσεων και οικονομικών πρακτικών και συνεισφέροντας όρους κοινής χρήσης όπως αυτός του «καπιταλισμού της πλατφόρμας». Βεβαίως ως προς το δέον γενέσθαι διακρίνεται μια πόλωση ανάμεσα σε όσους πίσω από την ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας βλέπουν πρωτίστως τη διαμόρφωση μορφών κοινωνικού ελέγχου και χειραγώγησης και τους περισσότερο «επιταχυντιστές» που θεωρούν ότι μπορεί η τεχνολογία να τιθασευτεί και να επιταχύνει διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού. Διλήμματα που δεν είναι απλώς θεωρητικά καθώς αφορούν το πώς οργανώνεται η ζωή των ανθρώπων σε μια εποχή γενίκευσης των ψηφιακών τεχνολογιών.
Σύμπλεγμα κυβερνητικής κυκλοφορίας
Με αυτά τα ερωτήματα αναμετριούνται ο Νικ Ντάιερ-Γουίδερφορντ και η Αλεσάντρα Μουλαρόνι στο βιβλίο τους Cybernetic Circulation Complex. Big Tech and Planetary Crisis («Σύμπλεγμα κυβερνητικής κυκλοφορίας. Η Big Tech και η πλανητική κρίση») που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Verso. Το ενδιαφέρον με την προσέγγισή τους είναι ότι δεν ξεκινούν από την τεχνολογία της πληροφορίας και την κυβερνητική αλλά από την πολιτική οικονομία. Και όπως ο τίτλος υποδηλώνει, επιστρέφουν στην έννοια της κυκλοφορίας. Σε αντίθεση με μια τοποθέτηση της κυκλοφορίας στο συνολικό κύκλωμα της οικονομίας, που δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διευρυμένη έννοια της κυκλοφορίας ως διάσταση της παραγωγής, της εμπορευματικής κυκλοφορίας, και της κοινωνικής αναπαραγωγής, ακριβώς γιατί σε κάθε στιγμή έχουμε ροές και ανταλλαγές.
Αυτό επιτρέπει μία αποτελεσματικότερη κατανόηση του ρόλου που παίζουν οι ψηφιακές τεχνολογίες. Καταρχάς εντοπίζουν τη σημασία του «Συμπλέγματος κυβερνητικής κυκλοφορίας» στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, από τον ρόλο των μεγάλων ψηφιακών πλατφορμών στη διαφήμιση, στην αυτοματοποίηση της διανομής και των χρηματιστηριακών συναλλαγών (που συνδυάζεται με την αυξανόμενη παρέμβαση των τεχνολογικών κολοσσών στη χρηματοοικονομική σφαίρα), στον έλεγχο που προσφέρουν οι αλγοριθμικές διαδικασίες στην κατανάλωση (μέσω «εξατομικευμένων» διαφημίσεων) αλλά και τη διαχείριση ενός εργατικού δυναμικού που αντιμετωπίζεται ως επισφαλές, χειραγωγήσιμο και τελικά αναλώσιμο.
Παράλληλα, εντοπίζουν τη σημασία του συγκεκριμένου οικονομικού και τεχνολογικού συμπλέγματος στην κυκλοφορία των κοινωνικών ανταγωνισμών, χωρίς να υιοθετούν τη ρητορική των «επαναστάσεων του Τwitter», όπως αυτή αναδύθηκε μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011, από την «Αραβική Ανοιξη», έως τους «Αγανακτισμένους» και το Occupy! Οχι γιατί υποτιμούν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τον συντονισμό κινημάτων, αλλά γιατί διαπιστώνουν την ανάπτυξη φαινομένων ενός «κυβερνοφασισμού», μέσα από τη διάδοση ακροδεξιών οπτικών, όπως και την αυξημένη εμφάνιση μορφών επιτήρησης. Εντοπίζουν συνάμα την ανάμειξη ταξικών συγκρούσεων εντός των ψηφιακών πλατφορμών, όπως φαίνεται στα ιδιαίτερα σημαντικά κινήματα που αναπτύχθηκαν από τους εργαζομένους εκεί.
Αυτό τους φέρνει στη «βιοσφαιρική κυκλοφορία». Μελετώντας τον ρόλο που έπαιξαν οι ψηφιακές πλατφόρμες στη διάρκεια της πανδημίας, και τον τρόπο που οι κολοσσοί της ψηφιακής τεχνολογίας επεκτείνουν διαρκώς τις δραστηριότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας και της εκμετάλλευσης του Διαστήματος, αλλά και την παρουσία τους στην καρδιά των οικονομικών πρακτικών που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή (μη εξαιρουμένου του «αποτυπώματος άνθρακα»), οι δύο συγγραφείς διαπιστώνουν μια κρίσιμη βιοπολιτική διάσταση, μια προσπάθεια διαχείρισης των πληθυσμών.
Η στρατηγική του «βιοκομμουνισμού»
Σε όλα αυτά, η Μουλαρόνι και ο Ντάιερ-Γουίδεφορντ αντιπροτείνουν τη στρατηγική του «βιοκομμουνισμού». Δεν υιοθετούν τις διάφορες τεχνοουτοπικές φαντασιώσεις για τη δυνατότητα των κρυπτονομισμάτων να υπονομεύσουν τον καπιταλισμό, όμως επιστρέφουν στο ερώτημα για εκείνον τον δημοκρατικό, συμμετοχικό σχεδιασμό που θα απαντούσε στα οικονομικά αδιέξοδα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και τα πλανητικά αδιέξοδα της επικείμενης κλιματικής καταστροφής. Συνδυάζοντας τις δυνατότητες που δίνουν ψηφιακά μοντέλα που στηρίζονται στη συμμετοχή, τα «κοινά» και τον ανοιχτό κώδικα, με τους οικοσοσιαλιστικούς προβληματισμούς για ένα μοντέλο ανάπτυξης που να μην εξαντλεί τις δυνατότητες του πλανήτη, υποστηρίζουν ότι μπορούμε να δούμε μορφές ψηφιακής δικτύωσης και διαχείρισης πληροφοριών που να μην επιτείνουν τον καταναλωτισμό αλλά να βοηθούν τη συλλογική και δημοκρατική απόφαση για την κατανομή πόρων με βάση αυθεντικές κοινωνικές ανάγκες. Γι’ αυτό μιλούν για «ψηφιακή αποανάπτυξη» θέλοντας να υπογραμμίσουν τη δυνατότητα αξιοποίησης αυτών των τεχνολογιών, αλλά και τα πραγματικά όρια στην ανάπτυξη καταστροφικών οικονομικών και τεχνολογικών μορφών.