Ο Πρόεδρος ως θεσμικό αντίβαρο

Την Πέμπτη 13 Μαρτίου αναπτύχθηκε στο φύλλο της εφημερίδας ένας ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο και στον έμπειρο δημοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη για τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια παλαιά συζήτηση, θα έλεγε κανείς, στην οποία δράττομαι της ευκαιρίας να συνεισφέρω.

Γιατί το ερώτημα του ρόλου του Προέδρου εξακολουθεί να μας συνεπαίρνει, όταν με κάθε ευκαιρία τονίζουμε ότι ο ρόλος του είναι συμβολικός;

Πρώτον, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε τη δύναμη των συμβόλων. Ενας από τους λόγους για τους οποίους η μοναρχία δεν επέστρεψε στη Γαλλία, ώστε να καταργήσει την Γ’ Γαλλική Δημοκρατία, ήταν το ότι o διεκδικητής του θρόνου Ερρίκος, κόμης του Σαμπόρ, δεν ανεχόταν να υπηρετήσει υπό την τρίχρωμη σημαία της Γαλλικής Επανάστασης, αδιαμφισβήτητο ήδη σύμβολο του γαλλικού έθνους.

Δεύτερον, κομβικές αρμοδιότητες του Προέδρου εγγυώνται τη συγκρότηση των άμεσων οργάνων του κράτους σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή. Ο Πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, ακόμη και άνευ προσυπογραφής. Επίσης, διορίζει τον επόμενο πρωθυπουργό σύμφωνα με τη δεδηλωμένη – πράγμα που επιτρέπει τον εμποτισμό της εκτελεστικής εξουσίας με τη δημοκρατική αρχή – ακόμη και, πάλι, άνευ της προσυπογραφής του απερχόμενου πρωθυπουργού. Αυτά σημαίνουν ότι ο Πρόεδρος προστατεύει το Σύνταγμα από τις ορέξεις μιας κυβέρνησης που επιθυμεί να γίνει δικτατορική.

Θα αντέτασσε κάποιος ότι τα παραπάνω γραφική σημασία έχουν σε μια ώριμη δημοκρατία. Θα πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε εάν η δημοκρατία μας παραμένει ώριμη και για έναν ακόμη λόγο, ότι δηλαδή βασίζεται σε θεσμούς που λειτουργούν ως αντίβαρα στην ανεξέλεγκτη βούληση της πλειοψηφίας. Από τη σκοπιά αυτή, ο Πρόεδρος αποτελεί θεσμικό αντίβαρο όταν εγγυάται την τακτική διενέργεια των εκλογών και την επιτυχή έκφραση της λαϊκής εντολής στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, που είναι πλέον σαφέστατα ο πρωθυπουργός.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Πράγματι, η δυαρχία στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας και ο πολιτικός ρόλος του Προέδρου έπαυσαν με την αναθεώρηση του 1986, η οποία έτσι, ορθώς κατά τη γνώμη μου, κατέστησε το πολίτευμά μας γνήσια κοινοβουλευτικό. Η αναθεώρηση του 1986, όμως, καθώς και η αναθεώρηση του 2019 άφησαν άθικτο τον εγγυητικό ρόλο του Προέδρου ως προς την τήρηση του Συντάγματος. Αυτός ο ρόλος εκδηλώνεται τόσο με τον θεσμό της αναπομπής των νόμων όσο και με τον έλεγχο νομιμότητας των προεδρικών διαταγμάτων, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αλιβιζάτος. Κοντολογίς, ο Πρόεδρος πράγματι δεν πρέπει να επεμβαίνει στην πολιτική διαδικασία ή να διαταράσσει τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής, αλλά σε πρόδηλες παραβιάσεις του Συντάγματος, τυπικές ή ουσιαστικές, δεν επιτρέπεται να παραμένει απαθής. Με ευπρέπεια και αυτοσυγκράτηση πρέπει να επιβεβαιώνει τον εγγυητικό ρόλο του Συντάγματος και τη διακριτότητα του ρόλου του Προέδρου στο πολίτευμα.

Τέλος, ο Πρόεδρος είναι βέβαια ανώτατο όργανο του κράτους, είναι όμως και φορέας πολιτικής ελευθερίας ο ίδιος. Ή αλλιώς, εάν δεν ήταν φορέας πολιτικής ελευθερίας, δεν θα ήταν ούτε Πρόεδρος. Η ιδιότητα της πολιτικής ελευθερίας προϋποτίθεται σε όποιο αξίωμα. Στο πλαίσιο λοιπόν της πολιτικής ελευθερίας ο Πρόεδρος δύναται να παραιτηθεί για οποιονδήποτε λόγο του υπαγορεύει η συνείδησή του. Και μπορεί πλέον, μετά την αναθεώρηση του 2019, ο Πρόεδρος εύκολα να αντικαθίσταται, αλλά – όπως είπαμε και στην αρχή – ας μην υποτιμάμε τη δύναμη των συμβόλων.

Η Βασιλική Χρήστου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ