
Η πολυσυζητημένη μίνι σειρά των τελευταίων ημερών «Εφηβεία» (Adolescence) στο Netflix ακολουθεί την πορεία ενός 13χρονου αγοριού, του Τζέιμι, από τη σύλληψή του μέχρι και λίγες στιγμές πριν από τη δίκη του για τη δολοφονία μιας συμμαθήτριάς του με κουζινομάχαιρο. Γράφτηκαν πολλά για τη σειρά, καθώς το θέμα δημιουργεί δυσάρεστες προβολές. «Κι αν το δικό μας παιδί βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση;» αναρωτήθηκαν πολλοί γονείς. Το αριστοτεχνικό μονοπλάνο που επέλεξαν σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας, από την άλλη, κάνει τον θεατή να νιώθει πως είναι παρών όταν συμβαίνουν τα πάντα. Η σειρά θίγει όντως πολλά θέματα, ένα θέμα όμως που δεν θίγεται άμεσα, αλλά διαπερνά τη σειρά περισσότερο ως υπόνοια, είναι η κρίση της αρρενωπότητας σήμερα. Το μοτίβο έχει ενταχθεί στη σειρά και είναι κρυστάλλινο: οι ανδρικοί χαρακτήρες βρίσκονται σε σύγχυση.
Ο πατέρας του Τζέιμι είναι αρκετά απών, όχι εκδηλωτικός, όχι ενθαρρυντικός, προσπαθεί αποτυχημένα να εθίσει τον γιο του στον αθλητισμό, μήπως τον «σκληραγωγήσει». Ο Τζέιμι νιώθει άσχημος, δεν είναι καλός στα αθλήματα, δεν έχει επιτυχίες στα κορίτσια της ηλικίας του, δέχεται μπούλινγκ, τον αποκαλούν υποτιμητικά «incel» (από το involuntary celibacy, δηλαδή την ακούσια αγαμία, όρος που περιγράφει συνήθως έναν άνδρα απογοητευμένο από τις ερωτικές του επαφές), ο ίδιος θεωρεί λογικό να μην εκδηλώνεται συναισθηματικά ο μπαμπάς του, βρίσκει αστείες τις εκρήξεις θυμού του τελευταίου και γενικά έχει μια συγκεχυμένη εικόνα για το πώς «πρέπει» να φέρεται ένας άνδρας.
Σε μια άλλη πρόσφατη σειρά, το «The White Lotus» του HBO, μια σάτιρα για το προνόμιο της μεγαλοαστικής αμερικανικής κοινωνίας, βλέπουμε στο τέταρτο επεισόδιο τη μητέρα μιας πλούσιας οικογένειας να λέει για τον γιο της πως: «Είναι ένας λευκός, στρέιτ, νεαρός άνδρας. Είναι δύσκολη περίοδος για άτομα όπως αυτός». Πέρα όμως από τη σάτιρα και τα σενάρια μυθοπλασίας, τα δεδομένα μαρτυρούν ότι υπάρχει όντως κάποιου είδους κρίση. Η Wall Street Journal έγραψε μέσα στο προηγούμενο έτος ότι, τη στιγμή που περισσότερες γυναίκες ηλικίας 25-34 ετών έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας πρόσφατα, το ποσοστό των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας που εργάζονται είναι στάσιμο την τελευταία δεκαετία. Είναι γεγονός ότι πολλοί νεαροί άνδρες εξακολουθούν να ζουν με τους γονείς τους αντί να ανεξαρτητοποιούνται, με πολλούς να δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να κάνουν φίλους και να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Τα ποσοστά αυτοκτονιών τους αυξάνονται, κυρίως στις ΗΠΑ.
Η ανατροπή της ταυτότητας
Οι άνδρες σήμερα περνούν κρίση, αλλά δεν είναι η αρρενωπότητα η λύση, διατείνεται η Sarah Jones σε πρόσφατο άρθρο της στο New York Magazine. Και έχει δίκιο. Για δεκαετίες, η αρρενωπότητα ήταν ταυτόσημη μιας σειράς πραγμάτων: δύναμη, κυριαρχία, συναισθηματική απόσταση, οικονομική επιτυχία. Ολα αυτά τα γνώριμα μοτίβα σήμερα φαίνεται να καταρρέουν. Αλλοι ρίχνουν το φταίξιμο στον φεμινισμό, θεωρώντας ότι αποσταθεροποίησε τα ανδρικά πρότυπα, άλλοι αναλυτές βάζουν στην εξίσωση οικονομικοτεχνικούς παράγοντες αναζητώντας τις μεταβολές που έκαναν πολλούς άνδρες να νιώθουν άτομα χωρίς σκοπό και προορισμό σε έναν μεταβιομηχανικό κόσμο. Κι ενώ η εικόνα έχει κάπως έτσι, διάφοροι αδίστακτοι βλέπουν σ’ αυτή την κατάσταση μια ευκαιρία να πουλήσουν μισογυνισμό και μισαλλοδοξία. Η περίπτωση του Andrew Tate που μέσω των σαρωτικά επιδραστικών αναρτήσεών του στο Tik Tok ενημερώνει τους άνδρες ότι η αρρενωπότητα είναι στο χέρι τους να ανακτηθεί, συμπεριφερόμενοι στις γυναίκες με άθλιο τρόπο είναι μονάχα μια από τις εικόνες που ολοκληρώνουν το άλμπουμ του σύγχρονου μισογυνισμού. Υπάρχει πάντα και ο Τραμπ που στοχοποίησε τα προγράμματα συμπερίληψης και διαφορετικότητας, λέγοντας στους άνδρες ψηφοφόρους του ότι πρόκειται για προγράμματα προώθησης των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ+ και των φυλετικών μειονοτήτων.
Η κρίση της αρρενωπότητας όμως δεν είναι μια γενικευμένη κρίση του ανδρικού φύλου. Είναι περισσότερο το άγχος μιας ταυτότητας που βλέπει τον τρόπο που έμαθε να υπάρχει – ως αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος – να μην είναι πια απόλυτα συναφής με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι κλονιστικό γεγονός για πολλά αγόρια, να έχουν μεγαλώσει ως αυτοί στους οποίους το σύμπαν χρωστά τα πάντα, έχοντας συγχρόνως τη σιωπηρή γνώση πως το προνόμιό τους είναι το κλειδί για κάθε κλειδαμπαρωμένη πόρτα και να διαπιστώσουν την κρίσιμη περίοδο της ενηλικίωσής τους πως κάτι τέτοιο δεν συνδέεται απολύτως με την πραγματικότητα. Ηταν όμως ποτέ η αρρενωπότητα όσο στέρεη θέλουμε να πιστεύουμε;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να στραφούμε στη σκέψη του* Τζούντιθ Μπάτλερ. Στο βιβλίο «Αναταραχή φύλου, ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009, μετάφραση Γιώργος Θ. Καράμπελας, 232 σελ.) το Μπάτλερ εισήγαγε την έννοια της «επιτελεστικότητας του φύλου» (gender performativity), την ιδέα δηλαδή ότι το (κοινωνικό) φύλο (εξού και «gender» κι όχι «sex») δεν είναι μια έμφυτη βιολογική πραγματικότητα, αλλά μια σειρά από επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και πράξεις εφορμούμενες από κοινωνικές και πολιτισμικές συνήθειες. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή δηλαδή, που είναι και από τις πλέον επικρατούσες στις σπουδές φύλου σήμερα, δεν έχουμε απλώς ένα φύλο, αλλά εκτελούμε ένα, επιβεβαιώνοντάς το μέσα από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις. Κάνοντας μια περφόρμανς, τρόπον τινά.
Η ερμηνεία ενός ρόλου
Αν λάβουμε υπόψη τη θεωρία αυτή, τότε η αρρενωπότητα δεν είναι μια εγγενής κατάσταση, αλλά μια διαρκώς εκτελούμενη και αυτοεπιβεβαιούμενη περφόρμανς, μια ερμηνεία. Ενας άνδρας δεν είναι αρρενωπός μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε αρσενικός· την αρρενωπότητά του πρέπει να την επιβεβαιώνει διαρκώς μέσα από πράξεις, συμπεριφορές, επιλογές που υπαγορεύονται τόσο από το σενάριο που του έδωσαν να ερμηνεύσει, όσο και από τον κοινωνικό υποβολέα που υπάρχει διαρκώς μπροστά του στο αόρατο κοινωνικό υποβολείο και φροντίζει να του υπενθυμίζει ποιος είναι ο ρόλος που πρέπει να επιτελεί. Η επιτέλεση αυτή είναι πολυποίκιλη. Μπορεί να είναι κάτι μικρό, όπως η καταπίεση του κλάματος, ή κάτι μεγάλο, όπως η άσκηση βίας όταν θίγεται μια άλλη κοινωνική κατασκευή όπως η τιμή του για παράδειγμα. Τι γίνεται όμως όταν οι κοινωνικές προσδοκίες αλλάζουν ή έστω ατονούν; Οταν δεν υπάρχει ακριβώς η ίδια αναμονή από την πλευρά της κοινωνίας απέναντι σε έναν άνδρα να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο ρόλο; Το σενάριο που είχε δοθεί δεν βγάζει και πολύ νόημα, το κοινό δεν ενδιαφέρεται να δει πια αυτή την ίδια μίμηση.
*σ.σ. Το Τζούντιθ Μπάτλερ επιθυμεί να αποκαλείται με την ουδέτερη αντωνυμία (στα αγγλικά με το they/them).
Εύφορο έδαφος για παρωχημένα πρότυπα
Η κρίση της αρρενωπότητας δεν είναι μια κρίση τα αίτια της οποίας μπορούν να αναζητηθούν σε πολιτικο-οικονομικούς λόγους, δεν είναι καν μια πολιτισμική κρίση, όσο κι αν πολλοί αντιδραστικοί παγκοσμίως θα ήθελαν να τη βαφτίσουν έτσι. Είναι πρωτίστως μια κρίση επιτέλεσης. Αν η αρρενωπότητα, όπως λέει το Μπάτλερ, είναι μια μίμηση, μια περφόρμανς, η αλλαγή του πολιτισμικού και κοινωνικού σεναρίου δημιουργεί όντως σύγχυση. Και συνακόλουθα αφήνει χώρο να αναπτυχθούν ξανά παρωχημένα πρότυπα. Ετσι μπορεί να εξηγηθεί και η επιδραστικότητα προβληματικών «υπερ-αρρενωπών» τύπων όπως ο Tate. Μέσα από μανιχαϊστικά δίπολα και αναχρονισμούς, τέτοια άτομα προσφέρουν σε πολύ κόσμο ένα σαφές πλαίσιο τη στιγμή που ο κόσμος γύρω τους είναι πολυδιασπασμένος και ρευστός: αρρενωπότητα, τους λένε, σημαίνει επιβολή επί των γυναικών, σωματική δύναμη, χρήμα.
Η κρίση αυτή έχει δημιουργήσει εύφορο έδαφος και για πολλά αντιδραστικά μίνι κινήματα, όπως αυτό των incels ή τους διάφορους men’s rights activists. Ολοι αυτοί αντιμετωπίζουν την αρρενωπότητα ως κάτι που τους αφαιρείται και πρέπει να προστατεύσουν και όχι ως αυτό που όντως είναι: μια ταυτότητα, ρευστή όπως όλα και διαρκώς εξελισσόμενη, εύπλαστη. Αν λοιπόν ισχύει η θεωρία του Μπάτλερ και η αρρενωπότητα είναι μια περφόρμανς, η λύση δεν είναι η αγκίστρωση σε κάτι που ενδεχομένως αλλάζει και μπορεί να ιδωθεί διαφορετικά αλλά ίσως είναι η δεκτικότητα να κάνουμε πρόβα ή και να ερμηνεύσουμε ένα διαφορετικό σενάριο.