
Ο Τζορτζ Φόρμαν, κάποτε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στο μποξ, που έφυγε στα 76 του χρόνια, είχε κάνει πέντε γάμους και είχε δώδεκα παιδιά, εκ των οποίων στα τέσσερα πρώτα αγόρια του (από τα συνολικά πέντε) έδωσε το όνομά του: Τζορτζ.
Ο αστικός μύθος λέει πως όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό είπε πως έχει δεχτεί τόσες γροθιές στο ρινγκ από τον Χολμς, τον Μοχάμεντ Αλι και τον Φρέιζερ που θα ήταν αδύνατον να θυμάται τα ονόματά τους! Ομως ο αποκαλούμενος και Big George είχε δώσει και ο ίδιος τόσο ξύλο στους αντιπάλους του ώστε κι αυτοί εξαιτίας του μάλλον θα είχαν τα ίδια προβλήματα. Οταν ολοκλήρωσε τη δεύτερη καριέρα του μετρούσε 76 νίκες σε αγώνες επαγγελματικού μποξ, 68 από τις οποίες ήταν με νοκάουτ. Και είχε μόλις 5 ήττες. Ολα αυτά του εξασφάλισαν μια θέση στο «Ιnternational Boxing Hall of Fame», ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πυγμαχίας είχε κατατάξει τον Φόρμαν στην 8η θέση στην κατηγορία των καλύτερων αθλητών πυγμαχίας όλων των εποχών τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Είναι κομμάτι άδικο αλλά ως (υπερ)πυγμάχος ο Φόρμαν πέρασε στην ιστορία όχι γιατί έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής και Ολυμπιονίκης όσο γιατί το 1974 έχασε στην Κινσάσα του Ζαΐρ τον μεγαλύτερο ίσως αγώνα στην ιστορία του μποξ από τον Μοχάμεντ Αλι.
Ο Φόρμαν έφτασε στον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο το 1973 νικώντας τον πρωταθλητή Τζο Φρέιζερ. Τον υπερασπίστηκε δυο φορές και πήγε στην Κινσάσα για να γίνει ο ηττημένος στον πιο εμβληματικό αγώνα στην ιστορία της πυγμαχίας, το περίφημο Rumble in the Jungle.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1974 έχασε από τον Μοχάμεντ Αλι με νοκάουτ στον όγδοο γύρο κι αφού για εφτά ολόκληρους γύρους κυνηγούσε τον πιο ελαφρύ αντίπαλό του στο ρινγκ και τον στρίμωχνε στα σχοινιά έχοντας όλο το γήπεδο εναντίον του. Ο Φόρμαν είπε χρόνια αργότερα πως η κραυγή των οπαδών του Αλι («Αλι σκότωσέ τον») στοίχειωνε τα βράδια του.
Ο Φόρμαν έφτασε εκεί όχι απλά ως παγκόσμιος πρωταθλητής αλλά και αήττητος. Ομως ένας μικροτραυματισμός του Αλι κατέστρεψε την προετοιμασία του. Οι δυο τους έμειναν εκεί δυο μήνες, ο Αλι μιλούσε καθημερινά στην τηλεόραση ξεσηκώνοντας τα πλήθη, κατέφθασαν για να δώσουν συναυλίες μεγάλοι υποστηρικτές του όπως ο Τζέιμς Μπράουν και η Αρίθα Φράνκλιν και η Κινσάσα υιοθέτησε τον Αλι. Ο Φόρμαν πίστευε πως έπεσε θύμα κάποιας κατάρας κι όπως έλεγε η στάση του κόσμου ήταν ακατανόητη, καθώς ο ίδιος ήταν «πιο μαύρος από τον Αλι» που τον αποκαλούσε «είδωλο των λευκών»!
Η τρομερή αυτή ιστορία είναι θέμα του καταπληκτικού ντοκιμαντέρ «Οταν ήμασταν βασιλιάδες» (ενός από τα ωραιότερα αθλητικά ντοκιμαντέρ όλων των εποχών) αλλά και του βιβλίου του Νόρμαν Μέιλερ «Τhe Fight» (Ο αγώνας), που έχει κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ο Φόρμαν πληγώθηκε τόσο πολύ από την εντελώς απροσδόκητη εκείνη ήττα του που άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του για το μποξ.
Το 1977 ανακοίνωσε το αντίο του στο μποξ καθώς είχε ήδη χειροτονηθεί πάστορας. Κανείς δεν περίμενε ότι δέκα χρόνια αργότερα, το 1987, θα επανερχόταν στην ενεργό δράση στην ηλικία των 38 χρόνων και ότι θα γινόταν για δεύτερη φορά το 1994 παγκόσμιος πρωταθλητής ενοποιώντας μάλιστα τους δύο παγκόσμιους τίτλους (WBA, IBF) με μια νίκη του απέναντι στον 27χρονο Μάικλ Μούρερ. Του αφαίρεσε το στέμμα ο Εβάντερ Χόλιφιλντ ένα χρόνο αργότερα χωρίς πάντως να τον δει να πέφτει νοκάουτ: αν και 45 χρόνων (!) αυτό το θαύμα της φύσης έμεινε για δώδεκα ολόκληρους γύρους στο κέντρο του ρινγκ και έχασε από τον απλησίαστο τότε αντίπαλό του μόνο στα σημεία! Μέχρι την ήττα του (πάλι στα σημεία…) από τον Σάνον Μπριγκς και την οριστική του απόσυρση το 1997 ο Φόρμαν ήταν ένας απερίγραπτα μεγάλος μπελάς για όλους τους νεότερούς του!
Συνέχισε ως εκφωνητής αγώνων μποξ μέχρι το 2003, όταν και αποφάσισε να αποσυρθεί εντελώς απο τον χώρο της πυγμαχίας και να αφιερωθεί στην εκκλησία του και στο φιλανθρωπικό του έργο, που ήταν άλλωστε και ο λόγος της επιστροφής του στα ρινγκ. Πριν επιστρέψει το 1987 ο Φόρμαν έπεσε θύμα μιας απάτης χάνοντας όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει ως επαγγελματίας πυγμάχος, αλλά απέδωσε το γεγονός στην έλλειψη αληθινής πίστης από την πλευρά του στον Θεό που τον τιμώρησε!
Η ζωή του Φόρμαν είναι γεμάτη από μοναδικά γεγονότα. Γεννημένος στο Μάρσαλ του Τέξας, στις 10 Ιανουαρίου 1949 ο Big George που μεγάλωσε σε αναμορφωτήριο, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 15 ετών, έχοντας ως όνειρο να κάνει καριέρα στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, αλλά δεν τα κατάφερε. Αρχισε να γίνεται γνωστός στους κύκλους της πυγμαχίας το 1967 ως «το σκληρό παιδί που προπονούσε τον τότε παγκόσμιο πρωταθλητή Σόνι Λίστον»: «με πλήρωνε για να με δέρνει δυο ώρες κάθε μέρα» έχει πει εξηγώντας τη σχέση τους. Υστερα από κάποιους αγώνες επίδειξης – κυρίως στο Λας Βέγκας – βρέθηκε το 1968 στην Ολυμπιακή ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών χάρη σε μια υπόδειξη του Λίστον στους τότε ομοσπονδιακούς προπονητές και στην Πόλη του Μεξικού έγινε χρυσός Ολυμπιονίκης για να γίνει έπειτα επαγγελματίας και να κάνει μια τεράστια καριέρα. Λάθος μου. Δύο.