
Η πιο δική μου Αθήνα δεν είναι η πραγματική, αλλά μια άλλη πόλη, ρευστή, που κρύβει μέσα της άλλες Αθήνες. Η όψη της αλλάζει σχήμα κάθε φορά που την κοιτάζω έξω από το παράθυρο, όποτε την τριγυρνώ. Είναι μια επινοημένη Αθήνα, με συγκεκριμένες διαδρομές, που όμως βρίσκεται σε έναν συνεχή διάλογο με την πραγματική. Είναι μια πόλη που στο δικό μου οδοιπορικό μπορώ να χτίσω ή να γκρεμίσω, να την πάω πίσω στον χρόνο και να την επαναφέρω στο σήμερα. Η πιο δική μου Αθήνα είναι ένα αέναο αφήγημα μέσα στο οποίο μπλέκονται το υπαρκτό με το φαντασιακό, η εμπειρία με τον μύθο.
Στους πιο δικούς μου περιπάτους, τα αγαπημένα μου σημεία της είναι εκείνα που κρύβουν ιστορίες προσωπικές ή συλλογικές που με αγγίζουν συναισθηματικά, είναι τα σημεία της που εμπνέουν νέες ιστορίες. Με μια κάμερα στο χέρι και το βλέμμα σε εγρήγορση εστιάζω τον φακό μου εκεί που κάτι μου τραβά την προσοχή. Πατάω το κουμπί.
Ξεφυλλίζω και ξεχωρίζω από το άλμπουμ αυτών των περιπάτων:
Φθινόπωρο του 1941. Στην οδό Σταδίου 42, δίπλα στην είσοδο της στοάς Νικολούδη και το «Βιβλιοπωλείων της Εστίας», με σταματά το παρηγορητικό άρωμα του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ. Μπαίνω στο καφενείο, διασχίζω τον κόσμο που ψωνίζει στο ισόγειο του καφεκοπτείου του Λουμίδη κι ανεβαίνω στο πατάρι. Στα τραπεζάκια στο βάθος, μια παρέα κουβεντιάζει χαμηλόφωνα. Ανάμεσά τους κάθεται μια νεαρή ζωγράφος, έχει μόλις φτάσει καθυστερημένα. Δεν πρόλαβε τον Τσαρούχη και τον Βασιλείου, που μόλις έφυγαν, όπως και τον Κατσίμπαλη, τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, την πληροφορούν οι φίλοι της. Εκείνης όμως την προσοχή έχει αποσπάσει ο μαυραγορίτης παλαιοπώλης και έμπορος τέχνης που κάθεται στην απέναντι άκρη. Στην παρέα του βρίσκεται ένας γερμανός αξιωματικός.
Καλοκαίρι, αρχές του 1980. Στο πεζοδρόμιο της Σόλωνος στέκομαι μπροστά στη βιτρίνα του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» που έχει πια μετακομίσει. Χαζεύω τα εξώφυλλα πλάι στη μητέρα μου. Πάμε μέσα, της λέω και την τραβώ από το χέρι. Το βιβλιοπωλείο μυρίζει φρεσκοτυπωμένο χαρτί. Μοιάζει ακατάστατο, χαοτικό με τις στοίβες των βιβλίων να ξεπερνούν το ύψος των ματιών μου. Φέτος, για το καλοκαίρι δεν θα διαλέξω βιβλία που είναι για παιδιά. Τριγυρίζω. Τα εξώφυλλά τους δεν είναι χρωματιστά. Σταματώ. Διαβάζω τον τίτλο: «Μενεξεδένια πολιτεία».
Ανοιξη του 2006. Στην οδό Σκουφά, έξω από την είσοδο μιας πολυκατοικίας, παρατηρώ τη γραμμική συμμετρία της «αρ ντεκό» σιδερένιας πόρτας. Μια νεαρή κοπέλα σταματάει μπροστά μου. Βγάζει το κλειδί από την τσάντα της. Σχεδιάστηκε στα τέλη του 1920 από την προγιαγιά μου, μου λέει. Είχε κι άλλα ταλέντα πέρα από το να σχεδιάζει κοσμήματα. Ηταν Σκωτσέζα και φίλη του Τσαρλς Ρ. Μακίντος, του αρχιτέκτονα του κτιρίου της Σχολής Καλών Τεχνών της Γλασκώβης.
Δεκέμβρης του 1944. Διασχίζω τη Ναυάρχου Νικοδήμου κρατώντας έναν από τους χάρτες της πόλης που δείχνουν μέρα με τη μέρα τις θέσεις των αντιμαχόμενων παρατάξεων στα Δεκεμβριανά, από ένα βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Στις 14 του Δεκέμβρη η Ναυάρχου Νικοδήμου βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στη ζώνη της κυβερνητικής παράταξης και του ΕΛΑΣ. Από γύρω ακούγονται οι οδομαχίες. Στη γωνία, ένας νεαρός στρατιωτικός φωτογράφος απαθανατίζει τον άντρα που πέφτει μπροστά του νεκρός, από μια αδέσποτη σφαίρα. Ή μήπως όχι; Μήπως είχε η σφαίρα στόχο ακριβώς αυτόν; Σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά στην ταράτσα του απέναντι κτιρίου.
Φως. Λίγο παραπάνω, σε ένα φρεσκοασβεστωμένο σπιτάκι στα Αναφιώτικα, με το παράθυρο ορθάνοιχτο, η ζωγράφος παλεύει να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά του αττικού ουρανού, αναζητώντας την ελληνικότητά της. Μπορεί να την αποδώσει μέσα από το χρώμα και το φως της πόλης της, όπως εκείνη θα την εκφράσει με τη δική της ματιά;
Νουάρ. 2004. Νύχτα. Ενα νεαρό αγόρι που σκιτσάρει κόμικς με μανία, έχει χάσει τον δρόμο του στα σοκάκια κάτω από την οδό Σωκράτους, στο Δημαρχείο Αθηνών. Κάποιος τον ακολουθεί απειλητικά και τώρα αρχίζει να τρέχει, να του ξεφύγει. Είναι ωστόσο αληθινός ο διώκτης του ή δημιούργημα της φαντασίας του;
Λέξεις και νότες. Βγαίνοντας από το ωδείο Αθηνών, στη γωνία Ρηγίλλης και Βασιλέως Γεωργίου, ένα νεαρό κορίτσι με τη θήκη του βιολιού στην πλάτη, κατευθύνεται με τα πόδια προς την Ακαδημίας. Στη Στοά της Οπερας, μπαίνει στη «Λέσχη του Δίσκου».
Το δισκοπωλείο είναι άδειο από πελάτες. Πάνω στον πάγκο, στη σειρά των CD που είναι τοποθετημένα πίσω από την καρτέλα με το γράμμα «π», απλώνει το χέρι της και διατρέχει τις συλλογές. Ακούγονται μόνο τα κλικ – κλικ των CD, έτσι όπως χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο, καθώς ψάχνει να βρει αυτό που θέλει. Το κορίτσι αναρωτιέται: θα μπει κάποτε κι εκείνη, με τις δικές της ηχογραφήσεις, ανάμεσα στα ονόματα της καρτέλας που αντιστοιχεί στο επίθετό της; Πώς όμως φτάνεις τελικά εκεί; Δεν πρέπει πρώτα να γίνεις ο εαυτός σου, να βρεις τη φωνή σου; Ποια είσαι εσύ; Τόσο λίγοι πάγκοι, αναλογίζεται, για να σηκώσουν το βάρος, να χωρέσουν τον όγκο τόσο πολλών… Πού θα χωρέσει εκείνη; «Τι ψάχνεις;» τη ρωτά η γυναίκα πίσω από το ταμείο. Ο ήχος της πόλης έξω από τη στοά είναι εκκωφαντικός.
Η πιο δική μου Αθήνα είναι η Αθήνα των ηρώων των βιβλίων μου.
Η Ντορίνα Παπαλιού είναι συγγραφέας. Η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματός της «Το απαραίτητο φως» είναι διαθέσιμη στο Ertflix