
Η πειθαρχική δίωξη της Σοφίας Γιαννακά ήταν ασφαλώς μια ενέργεια του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ που πέρα από το γελοίο της αιτιολογικό είναι απαράδεκτη. Το ότι η λογοκριτική αυτή πράξη προήλθε από ένα όργανο δημοσιογράφων τής προσέδωσε και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που, όπως αποδείχθηκε από την κυριολεκτικά πάνδημη καταδίκη, ενόχλησε τους πάντες. Αν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι επιχειρούν να εκφοβίσουν και να λογοκρίνουν δημοσιογράφο, τι να περιμένουμε από τους άλλους;
Επειδή, λοιπόν, οι πάντες καταδίκασαν και η δημοσιογράφος δεν έχει ανάγκη κι άλλου ενός υποστηρικτικού άρθρου, κρίνω πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο να ασχοληθώ με μια άλλη πτυχή αυτής της υπόθεσης, την οποία ελάχιστοι πρόσεξαν. Ακριβώς το ότι, αυτή τη φορά, καταδίκασαν οι πάντες. Πρωτοστάτησαν μάλιστα τα μέλη της κυβέρνησης και οι σεσημασμένοι «οργανικοί διανοούμενοί» της.
Ζούμε σε μια χώρα η οποία συνεχώς κατατάσσεται, από όλες τις αξιόπιστες έρευνες, ανάμεσα στις τελευταίες δυτικές δημοκρατίες ως προς την ελευθερία του Τύπου.
Η ανεξιχνίαστη δολοφονία Καραϊβάζ και άλλες, επίσης ανεξιχνίαστες, επιθέσεις με στόχο δημοσιογράφους, οι αγωγές slapp και οι παρακολουθήσεις δημοσιογράφων από κρατικές μυστικές υπηρεσίες και «άγνωστους» ιδιώτες είναι τα σημαντικότερα προβλήματα σε ένα, ούτως ή άλλως προβληματικό, περιβάλλον ΜΜΕ που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κρατικές έμμεσες ή άμεσες χρηματοδοτήσεις και υφίστανται συνεχείς πιέσεις από κυβερνητικούς παράγοντες.
Και όμως, ενώ τόσα χρόνια δεν είδαμε ούτε ακούσαμε την παραμικρή διαμαρτυρία για όλα αυτά από κανέναν πολιτικό που ανήκει στην κυβερνητική πλειοψηφία κι από κανέναν από τους «μαχητές της ελευθερίας του Τύπου» που ανακάλυψαν αυτές τις μέρες «φασισμό» στη συγκεκριμένη πειθαρχική δίωξη, υπήρξε κυριολεκτικά μια παρέλαση υπουργών και κυβερνητικών φερεφώνων που διαγκωνίζονταν για το ποιος θα επιδείξει τη μεγαλύτερη αγανάκτηση για τη δίωξη και την πιο βαθιά αγωνία για την ελευθερία του Τύπου.
Στη χώρα που οι διωκτικές Αρχές δεν μπορούν να διαλευκάνουν δολοφονίες, εκφοβιστικές αγωγές ασκούνται από το ίδιο το πρωθυπουργικό περιβάλλον και κρατικές μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούν δημοσιογράφους και δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν με την ανοχή της Δικαιοσύνης, σύσσωμη η κυβέρνηση βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της μάχης για ελευθεροτυπία. Μέχρι και ο Γεωργιάδης, ο οποίος μόλις πρόσφατα λοιδορούσε παρακολουθούμενο δημοσιογράφο επειδή τον «κούρασαν» οι διαμαρτυρίες του και δεν το παίρνει απόφαση ότι θα παρακολουθείται, θυμήθηκε τα συνταγματικά δικαιώματα.
Είπαμε, η ενέργεια ενός δημοσιογραφικού οργάνου κατά μέλους του για τις απόψεις που εξέφρασε είναι καταδικαστέα – άλλωστε όλοι όσοι μιλάμε και για τα υπόλοιπα ζητήματα ελευθερίας την καταδικάσαμε αμέσως.
Αλλά η ελευθερία του Τύπου δεν κινδυνεύει από τους κακούς δημοσιογράφους, όπως π.χ. η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν κινδυνεύει από κάποιους κακούς δικαστές, κινδυνεύουν από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Ο μεγάλος κίνδυνος για την ελευθερία του Τύπου παντού και πάντοτε προέρχεται από αυτούς που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας και ισχύος. Αυτοί δεν την επιθυμούν και αυτών ο έλεγχος είναι η σημαντικότερη αποστολή των δημοσιογράφων.
Γι’ αυτό, πιο ανησυχητικό για την ελευθερία του Τύπου από τον ίδιο τον πειθαρχικό έλεγχο ήταν η α λα καρτ ευαισθησία των όψιμων υπερασπιστών της. Η κυβέρνηση, με την πρωτοφανή κινητοποίηση σχεδόν όλων των μέχρι σήμερα σιωπηλών για τέτοια θέματα υπουργών της, έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει καθόλου η ελευθερία του Τύπου, αλλά η ελευθερία του Τύπου που υποστηρίζει τις θέσεις της. Δεν πρόκειται για απλή υποκρισία ή για δύο μέτρα και δύο σταθμά. Φανερώνει ξεκάθαρα ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Οτι η κυβερνητική εξουσία θέλει ελεύθερο τον δημοσιογράφο μόνο αν οι απόψεις που διακινεί είναι οι «σωστές», για τους υπόλοιπους υπάρχουν οι αγωγές και οι υποκλοπές.
Ο Αντύπας Καρίπογλου είναι δικηγόρος