Η «γιαγιά» μας, η Φίνος Φιλμ

Εγραφα το περασμένο Σάββατο στα «ΝΕΑ» για το αρχείο του Ιάσονα Τρανταφυλλίδη που, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, βρέθηκε να πουλιέται φύλλο και φτερό στο Μοναστηράκι. Μια θλιβερή κατάληξη ενός «θησαυρού» ο οποίος μαζεύτηκε κομμάτι κομμάτι από έναν άνθρωπο που η αφοσίωσή του στον ελληνικό κινηματογράφο είχε, θα έλεγα, τα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής πίστης, χωρίς να έχει ωστόσο τον δογματισμό της. Αναρωτιόμουν γενικώς για την τύχη των αρχείων ανθρώπων που, όταν φεύγουν από τη ζωή, δεν αφήνουν πίσω τους ενεργούς κληρονόμους που θα είχαν τη διάθεση αλλά, κυρίως, τις γνώσεις για να τα διαχειριστούν.

Στην περίπτωση του Ιάσονα, η πίστη του στη συλλογή των «ιερών», για εκείνον, κειμηλίων έφερε και το «θαύμα» από πλευράς Φίνος Φιλμ. Εμαθα ότι η εταιρεία ανέλαβε να συγκεντρώσει ό,τι είχε βγει προς πώληση και που, όπως μου είπε ο διευθυντής μάρκετινγκ της εταιρείας Στάθης Καμβασινός, είναι κυρίως η βιβλιοθήκη του Ιάσονα. Το υπόλοιπο αρχείο του, σε συνεννόηση με τη μητέρα του, θα ξεκαθαριστεί, θα αξιολογηθεί, θα κατηγοριοποιηθεί, θα ψηφιοποιηθεί. Πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο δουλειάς, φτάνει να σκεφτεί κάποιος ότι θα πρέπει να απομαγνητοφωνηθούν εκατοντάδες κασέτες από συνεντεύξεις και εκπομπές αυτού του παθιασμένου «ρακοσυλλέκτη του κινηματογραφικού μας πολιτισμού». Διότι έχουμε σημαντικό κινηματογραφικό πολιτισμό που δεν εκπροσωπείται ανάλογα στο κάπως περιορισμένο κινηματογραφικό μουσείο της Θεσσαλονίκης. Με μία χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα μάλιστα. Η μεταπολεμική κινηματογραφική παραγωγή υπήρξε, εκτός άλλων, και η προβολή της προσπάθειας μιας καθημαγμένης χώρας να πιστέψει στο μέλλον της. Από τα ασπρόμαυρα κουρέλια να προχωρήσει στα τεχνικολόρ λούσα. Οι συμβολισμοί είναι εμφανείς. Στη συντριπτική πλειονότητα των ταινιών, είτε πρόκειται για κωμωδία είτε για δράμα, τα σενάρια αφορούν κάποιον που κατάφερε κάτι. Από ένα φτωχόπαιδο που έπιασε την καλή ή έναν περιθωριακό καλλιτέχνη που κατέκτησε τη δόξα έως το κορίτσι ή το αγόρι που κατόρθωσε, κόντρα στις δυσκολίες, να κερδίσει το φωτεινό αντικείμενο του πόθου της/του. Αλλωστε και η Βουγιουκλάκη την ίδια την Ελλάδα συμβολοποίησε. Ενα νέο, πεισματάρικο κορίτσι, μια καταφερτζού που επιστράτευε ό,τι μέσον διέθετε, έντιμη μεν αλλά, όταν χρειαζόταν, κολπατζού.

Και παλιός ελληνικός κινηματογράφος σημαίνει Φίνος Φιλμ. Ενα όνειρο ζωής του Φιλοποίμενος Φίνου, του οραματιστή παραγωγού που γύρισε την πρώτη του ταινία («Η φωνή της καρδιάς») μέσα στην Κατοχή (1943) και μέχρι τον θάνατό του (1977) δημιούργησε μια βιομηχανία ονείρων και ηρώων, θεμελιώνοντας αυτό που σήμερα λέμε σόουμπιζ. Η Φίνος Φιλμ ήταν, για πολλές γενιές, μια «γιαγιά» που μας έλεγε τα πιο συναρπαστικά παραμύθια. Που καλλιέργησε τη μυθολογία της παιδικής και νεανικής ηλικίας. Τον Κούρκουλο και τον Μπάρκουλη πρωτοερωτευτήκαμε εμείς τα κορίτσια, ανταλλάσσαμε μεταλλικές συσκευασίες από τσίχλες με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Μιμηθήκαμε τη Λάσκαρη (δένοντας το πουκάμισο κάτω από το στήθος) και την Καραγιάννη (κρατώντας το μολύβι όπως κρατούσε εκείνη την πίπα του τσιγάρου). Θαυμάσαμε υπερπαραγωγές που κατόπιν μάθαμε ότι γίνονταν με πενιχρά μέσα (ο Δαλιανίδης μού έλεγε ότι στο φινάλε του «Κορίτσια για φίλημα», στη σκηνή που τα μοντέλα έβγαιναν από μια παλέτα, επειδή η παραγωγή δεν άντεχε το κόστος κατασκευής κοστουμιών, είχαν δανειστεί ύφασμα σε τόπια, το είχαν στερεώσει με καρφίτσες στα μοντέλα και τα υπόλοιπα τόπια ήταν μέσα στην τρύπα της παλέτας).

Στο σήμερα

Σήμερα, όλοι κολλάμε στην τηλεόραση όταν προβάλλει ταινία της Φίνος Φιλμ. Για να δούμε την Αθήνα όπως ήταν κάποτε, για να θυμηθούμε τους εαυτούς μας παιδιά, για να θαυμάσουμε ερμηνείες και διαλόγους που μέχρι σήμερα αποτελούν πρότυπα, φανερής ή κρυφής, αντιγραφής. Μαθαίνω ότι στα σχέδια της εταιρείας είναι ένα ψηφιακό μουσείο όπου θα μπορεί να περιηγηθεί κάποιος τον συναρπαστικό κόσμο της. Προσωπικά, θα ήθελα και ένα κανάλι, μια πλατφόρμα όπου θα μπορούσα να δω τις ταινίες της Φίνος. Λίγα λεπτά από τη «Χαρτοπαίκτρα», το «Τζένη Τζένη» ή την «Αλίκη στο Ναυτικό» είναι σαν να επιστρέφω στο πατρικό μου σπίτι.