
Θα αρχίσω το άρθρο με αυτούς που φεύγουν. Οι πολιτικές αποχωρήσεις μπορεί να οφείλονται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους: από την κόπωση, απογοήτευση, διάψευση μέχρι τη βεβαιότητα μιας επερχόμενης ήττας ή τον «συμβιβασμό» για τη μη-αποκάλυψη κάποιου ολισθήματος
Είναι λάθος να γενικεύουμε και να κατηγορούμε συλλήβδην τους απομακρυνόμενους ως ριψάσπιδες ή loosers.
Υπάρχουν ενδιαφέροντα παραδείγματα ηθικής και περήφανης στάσης [από την αποχώρηση του ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Τσουκαλά από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη «μεταπολιτική» θεώρηση του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου].
Αυτοί που μένουν μπορεί να το κάνουν: γιατί φοβούνται ν’ απομακρυνθούν από το «μαντρί», γιατί δεν ολοκλήρωσαν το έργο τους, γιατί δεν έκλεισε ο πολιτικός τους κύκλος ή γιατί θεωρούν «δικό τους το μαγαζί». Πάλι δεν θα ήταν δίκαιες οι όποιες γενικεύσεις, αφού ο Αντώνης Σαμαράς παραμένει στον χώρο λόγω ιδεολογικών «πιστεύω» και ο Κώστας Σκανδαλίδης στο ΠΑΣΟΚ λόγω ιστορικής πορείας
Βέβαια διαπιστώνουμε και συμπεριφορές, που στη ρουλέτα θα τις χαρακτήριζαν à cheval, δηλαδή παίζουν «κι από δω κι από κεί», κάτι σαν «κούκος μονός σε δύο ταμπλό» [τα παραδείγματα προς αποφυγήν πολλά και γνωστά].
Η επόμενη κατηγορία αφορά τις συνεχείς κι επαναλαμβανόμενες «μεταγραφές», από το ένα κόμμα στο άλλο. Οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι: η αλλαγή του γενικού πολιτικού κλίματος, η προσωπική ιδεολογική μεταβολή ή η πίεση από την εκλογική πελατεία του συγκεκριμένου πολιτικού. Συχνά βέβαια υποκρύπτεται και η εκτίμηση ότι με το παρόν κόμμα δεν εκλέγεται, ενώ με το επόμενο αυξάνονται οι πιθανότητες. Κι εδώ όμως υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλοι οι λόγοι που ορισμένοι μετεπήδησαν από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ το 2012-15 κι άλλοι οι λόγοι που μερικοί από αυτούς επιλέγουν σήμερα τη ΝΔ.
Στην τελευταία ομάδα εντάσσονται όσοι πρώην [ηττημένοι] αρχηγοί επιθυμούν να επανέλθουν «ως νικητές». Δεν μπορώ να αντιληφθώ πόθεν αντλούν το επιχείρημα ότι η χώρα θα καταστραφεί δίχως εκείνους, ότι οι επίγονοί τους είναι ανίκανοι, ότι είναι πολιτικά αναντικατάστατοι, ότι η Ιστορία «τους χρωστάει» μία ακόμα ευκαιρία. Δεν γνωρίζω αν κύκλοι, κυκλώματα ή αυλικοί τούς καλλιεργούν [δι’ ίδιον πάντοτε όφελος] μία τέτοια παλινόρθωση ή αν μόνοι τους φαντασιώνονται.
Αν είναι δηλαδή ειδωλολάτρες με είδωλο τον εαυτό τους.
Αυτή η αυτοαναφορικότητα, η αυτομάγευση και η αυτοπροβολή, χωρίς καμιά διάθεση αυτοκριτικής, όχι μόνον ακυρώνει τα όποια σχέδιά τους αλλά αμαυρώνει αναδρομικά και τα όποια θετικά επιτεύγματά τους.
Τα αυτά ισχύουν και για εκείνους τους πολιτικάντηδες που μπαινοβγαίνουν στα κόμματα, ανάλογα με το ποιος είναι ο [αρεστός-βολικός] πρόεδρος και ποια η [θετική] συγκυρία για να [ξανα]εκλεγούν.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν έχουν κάποιου είδους ηθική απαξίωση για τις πολιτικές στάσεις των παραπάνω ενδεικτικών παραδειγμάτων. Αλλωστε έχω δηλώσει πολλές φορές ότι δεν είμαι εισαγγελέας για να δικάζω. Είμαι όμως πολίτης που βλέπει και κρίνει.
ΥΓ. Γιατί ορισμένοι που μισούν [και πολεμούν μετά μανίας] το Κράτος, όταν βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση επικαλούνται το Κράτος δικαίου; Δεν εντοπίζουν κάποια αντίφαση ή υποκρισία στη θέση τους αυτή; Μπορεί να λειτουργεί Κράτος δικαίου, το οποίο δεν θα στηρίζεται στο Κράτος, όπου ανάμεσα στα άλλα σημαίνει κοινωνικό συμβόλαιο για συμπεφωνημένες οριοθετήσεις νομιμότητας/παρανομίας, σεβασμό των πολιτών για τους θεσμούς, ισοπολιτεία χωρίς ανομία, δικαιώματα με υποχρεώσεις κι ελευθερίες δίχως καταχρήσεις;
ΥΓ2. Οσο κι αν πλένεις τα χέρια σου
αυτό το χρώμα δεν θα βγει ποτέ
Μ. Σκουρολιάκου, Σώμα του Χρόνου
Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός