Επιφυλάξεις για την ίδρυση «ιερής» ψηφιακής τράπεζας – Θορυβημένοι πολλοί ιεράρχες

Μεγάλος προβληματισμός επικράτησε, στην  τακτική συνεδρίαση της 12μελούς Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) για τον μήνα Απρίλιο, σχετικά με το ζήτημα της ίδρυσης ψηφιακής τράπεζας με πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και ο 87χρονος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος ήταν σκεπτικός και δεν επέμεινε στην περαιτέρω συζήτηση του θέματος.

Χθες στο ιστορικό διοικητικό κέντρο της Εκκλησίας, τη Μονή Πετράκη, το σύνολο των συμμετασχόντων ιεραρχών – με εξαίρεση ενός ή δύο – υπήρξε επιφυλακτικό, κυρίως λόγω των ευρύτερων αντιδράσεων που προκλήθηκαν εντός της 80μελούς Ιεραρχίας κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο, μετά τη διαρροή των πληροφοριών πως επίκειται κατάθεση αιτήματος στην Τράπεζα της Ελλάδος για την ίδρυση ψηφιακής τράπεζας από ήδη – ως φέρεται – λειτουργούσες εταιρείες με αυτό τον σκοπό.

Να σημειωθεί ότι όντως στην Ιεραρχία το κλίμα ήταν βεβαρημένο τις τελευταίες ημέρες, καθώς μεγάλος αριθμός μητροπολιτών ήταν βαθιά θορυβημένος για τη δυνατότητα της Εκκλησίας να χειριστεί ευαίσθητα χρηματοπιστωτικά ζητήματα, όταν μάλιστα το εγχείρημα της ιδρύσεως ψηφιακής τράπεζας δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας έγκριτης επιστημονικής μελέτης ή ενημέρωσης της Συνόδου της Ιεραρχίας από «πρόσωπα κοινωνικά και θεσμικά καταξιωμένα στον τομέα τους (τραπεζίτες, οικονομολόγους, νομικούς)».

Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, στη χθεσινή ΔΙΣ ζητήθηκε, στην προσεχή τακτική συνεδρίασή της τον Μάιο, να εξεταστεί νομικά η δυνατότητα τόσο σημαντικές αποφάσεις περί των οικονομικών της Εκκλησίας να μη λαμβάνονται μεμονωμένα και αποκλειστικά από τη διοίκηση της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ), αλλά να απαιτείται μια καταρχήν έγκριση από τη διευρυμένη Σύνοδο της Ιεραρχίας.

Στη δημιουργία του μουδιασμένου και βαριού κλίματος στη ΔΙΣ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα σχόλια μητροπολιτών των επαρχιών, οι οποίοι συνομιλούντες με τους «12» της ΔΙΣ ανακάλεσαν στη μνήμη τους την αποτυχημένη απόπειρα για σύναξη συμφωνίας σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και τον εφημεριακό κλήρο με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα τον Νοέμβριο του 2018, καθώς και τις βεβιασμένες – όπως υποστηρίζουν – κινήσεις που έγιναν παρασκηνιακά το καλοκαίρι του 2022 με το ΤΑΙΠΕΔ για την αξιοποίηση της οικοπεδικής εκκλησιαστικής περιουσίας στο Σχιστό.

Θυμήθηκαν οι ιεράρχες αυτοί μέχρι και την εκδήλωση που έγινε, παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, και τα «μεγάλα λόγια» για τη σημαντικότητα της επένδυσης, η οποία αποκαλείτο «Ελληνικό της Εκκλησίας» και τελικά ακυρώθηκε λόγω ελλιπούς μελέτης και σχεδιασμού! Εάν και τώρα επιχειρείτο για μία ακόμη φορά μια βεβιασμένη πρωτοβουλία – υποστηρίζουν οι ίδιοι μητροπολίτες –, θα είχαμε την τρίτη περίπτωση ενδεχόμενης «αποτυχίας».

Αυτό που φαίνεται επίσης να ενοχλεί τους περισσότερους από τους 80 μητροπολίτες είναι ο «αιφνιδιασμός» που, όπως λένε, αισθάνονται κάθε φορά που ένα θέμα ανασύρεται και προωθείται, χωρίς να γνωρίζουν κάτι περισσότερο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το ζήτημα της ίδρυσης τράπεζας με βασικό μέτοχο την Εκκλησία είχε συζητηθεί στο παρελθόν, και μάλιστα στη ΔΙΣ. Αυτό όμως που ενοχλεί είναι η περαιτέρω προώθηση του ζητήματος άνευ ενημερώσεως. Τις τελευταίες εβδομάδες, ενδοεκκλησιαστικώς αναφερόταν ότι κάτι κινείται, χωρίς όμως να υπάρχει υπεύθυνη ενημέρωση, παρά μόνο ψίθυροι.

Μια παλιά υπόθεση

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η ίδρυση τράπεζας από την Εκκλησία της Ελλάδος είναι μια παλιά υπόθεση. Ηδη από τη δεκαετία του 1960 υπήρξαν σκέψεις για την ίδρυση «εκκλησιαστικής τράπεζας», προκειμένου να συνδεόταν και με έναν περαιτέρω διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους στη μισθοδοσία του Κλήρου. Υπέρμαχος της ιδέας, την οποία είχε υποστηρίξει και δημόσια, ήταν ο «Αρχιεπίσκοπος των 12 ημερών», Ιάκωβος Βαβανάτσος. Εξελέγη στις 13 Ιανουαρίου 1962 και μόλις εκδήλωσε την πρόθεσή του για την ίδρυση τράπεζας (που σήμαινε τη ρευστοποίηση του μεγάλου πακέτου μετοχών της Εκκλησίας στην Εθνική Τράπεζα), δέχτηκε μπαράζ επιθέσεων επί ζητημάτων ηθικής υποστάσεως. Οι παρασκηνιακές αντιδράσεις και από πλευράς Εθνικής επί διοικήσεως Δημήτριου Χέλμη ήταν τέτοιες που οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να εκβιάσει για την παραίτηση του Ιάκωβου, την οποία και επέτυχε στις 25 του ίδιου μηνός, δώδεκα μόλις ημέρες μετά την εκλογή του.