
Εχουν περάσει μόλις δυόμισι μήνες από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο, αλλά ο κόσμος έχει ήδη αλλάξει ριζικά. Ο Τραμπ υπονομεύει ταχύτατα τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ και το παγκόσμιο σύστημα ελεύθερου εμπορίου, στην εγκαθίδρυση του οποίου συνέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1945. Η προσπάθειά του να «απελευθερώσει» την αμερικανική οικονομία με κλιμακούμενους δασμούς αντιπροσωπεύει μια ουσιαστική αλλαγή από τις πιο μετριοπαθείς τακτικές εμπορικού πολέμου που εφαρμόστηκαν κατά την πρώτη θητεία του. Σύμφωνα με το Yale Budget Lab, ο μέσος δασμολογικός συντελεστής των ΗΠΑ βρίσκεται σήμερα στο υψηλότερο επίπεδο από το 1909.
Ο Τραμπ θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση τις μακροχρόνιες συμμαχίες της Αμερικής, και όχι μόνο το ΝΑΤΟ και τις εγγυήσεις ασφαλείας που αντιπροσωπεύει. Στα τέλη Φεβρουαρίου, ταπείνωσε δημοσίως τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο και στη συνέχεια έδειξε στον ουκρανό πρόεδρο την πόρτα. Εκτοτε, η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία έχει ουσιαστικά τερματιστεί, δίνοντας στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν μεγαλύτερη ισχύ από ό,τι είχε εδώ και χρόνια. Ο Τραμπ δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει τη συμπάθειά του προς τη Ρωσία, προς τον επιτιθέμενο δηλαδή, περισσότερο από την Ουκρανία, την πολιορκημένη δημοκρατία που αγωνίζεται για την ελευθερία και την κυριαρχία της.
Ο Τραμπ έχει επίσης προτείνει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να πάρουν τον έλεγχο της Γάζας, να εκδιώξουν τον πληθυσμό της σε άλλα αραβικά κράτη και να μετατρέψουν τον θύλακο σε θέρετρο. Και συνεχίζει να μιλάει για την προσάρτηση του Καναδά, της Γροιλανδίας και της Διώρυγας του Παναμά. Προφανώς, δεν είναι αρκετό για τις ΗΠΑ να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού ημισφαιρίου – ο Τραμπ θέλει να του ανήκει αυτό.
Κι ενώ όλοι περίμεναν μια αναταραχή, λίγοι προσδοκούσαν αυτόν τον ξεδιάντροπο ιμπεριαλισμό. Οι ειδήμονες και οι σχολιαστές ερμηνεύουν εδώ και καιρό το «Πρώτα η Αμερική» ως αναβίωση του απομονωτικού κινήματος που ήταν ενεργό πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο Τραμπ φαίνεται να έχει κάτι άλλο στο μυαλό του. Θέλει έναν κόσμο όπου μια χούφτα παγκόσμιες υπερδυνάμεις θα ανταγωνίζονται – βίαια, αν χρειαστεί – για πόρους, πρώτες ύλες και σφαίρες επιρροής.
Στο εσωτερικό μέτωπο, επέτρεψε στον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, τον Ιλον Μασκ – τον πρωτοπόρο ηγέτη ενός τεχνοφασιστικού κινήματος με έδρα τη Silicon Valley –, να ξεκοιλιάσει το αμερικανικό κράτος υπό το πρόσχημα της περικοπής δαπανών, της εξάλειψης της σπατάλης, της απάτης και της απορρύθμισης.
Οι μαζικές απολύσεις και η διάλυση ολόκληρων οργανισμών θα έχουν μόνιμες συνέπειες, τις οποίες είναι οδυνηρό να αναλογιστεί κανείς. Μόνο ο εκσπλαχνισμός της USAID μπορεί να οδηγήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους στην Αφρική και σε άλλες ευάλωτες περιοχές του κόσμου.
Μπροστά σε μια τέτοια σκληρή, αλόγιστη καταστροφή πρέπει να θέσουμε το βασικό ερώτημα: Τι προσφέρουν όλα αυτά στις ΗΠΑ; Θα κάνουν τη χώρα ισχυρότερη; Αν αξιολογήσουμε τις αποφάσεις της κυβέρνησης αυστηρά υπό το πρίσμα των συμφερόντων της ίδιας της Αμερικής – της διατήρησης της παγκόσμιας ισχύος και επιρροής της –, η μόνη δυνατή απάντηση είναι «όχι». Οι πολιτικές του Τραμπ, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, φαίνεται όλο και περισσότερο να προσανατολίζονται προς την αποδυνάμωση της Αμερικής – ή ακόμη και προς την αυτοκαταστροφή της.
Εξάλλου, οι ΗΠΑ δεν κερδίζουν τίποτα από την εχθρότητα προς την Ευρώπη. Αποξενώνοντας τους συμμάχους τους, καταστρέφουν έναν από τους βασικούς πυλώνες της ιδιότητας της υπερδύναμης. Για δεκαετίες, η «Δύση» – ένα ασυναγώνιστο γεωπολιτικό πλαίσιο στρατιωτικών συμμαχιών και εμπορικών σχέσεων – χρησίμευε ως πολλαπλασιαστής ισχύος για τη δύναμη και την επιρροή των ΗΠΑ. Είναι ο λόγος για τον οποίο η Αμερική κέρδισε άνετα τον Ψυχρό Πόλεμο και έγινε ισχυρότερη από κάθε άλλη δύναμη στην Ιστορία. Ποιος ωφελείται από την απόρριψη όλων αυτών; Μόνο η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες παρακολουθούσαν και περίμεναν σιωπηλά την αυτοκτονία της Αμερικής.
Ο Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 έως το 2005, ήταν ηγέτης του γερμανικού κόμματος των Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια