Οι μαρτυρίες του 2015 που μας στοιχειώνουν

Η Μαρία Φαφαλιού συγκέντρωσε μαρτυρίες από την έλευση των προσφύγων στη Χίο και άλλους προορισμούς το 2015, χρονιά σημαδιακή για το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη και η χώρα μας. Μαρτυρίες πριν και ύστερα από αυτό το ορόσημο. Ιστορίες αλληλεγγύης που, με την πάροδο του χρόνου και με την αλλαγή των διεθνών συνθηκών, μετατρέπονται ενίοτε σε εκδηλώσεις απόρριψης.

Το νέο βιβλίο της «Εντοπίστηκε βάρκα» (εκδ. Αλεξάνδρεια) συντίθεται από φωτογραφίες, ημερολόγια, σκίτσα, ρεπορτάζ, επιστημονικά άρθρα· κυρίως όμως από τις αφηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών, είτε αυτοί λέγονται πρόσφυγεςμετανάστες, είτε ντόπιοι, είτε ξένοι εθελοντές. Από το βιβλίο δημοσιεύουμε αποσπάσματα, με την άδεια του εκδοτικού οίκου και της συγγραφέως.

Ήρθαμε εδώ επειδή κινδύνευε η ζωή μας

Έφτασα στην Ελλάδα και βρίσκομαι ακόμα εδώ, γιατί ο δρόμος προς τις άλλες χώρες της Ευρώπης είναι κλειστός για τους πρόσφυγες. Θέλω να σας εξηγήσω το λόγο που εμείς φεύγουμε από τη χώρα μας και μεταναστεύουμε στις δικές σας. Ήρθαμε σε χώρες σαν τη δική σας επειδή κινδύνευε η ζωή μας. Κάποιοι από εμάς δεν έχουμε πια σπίτι, μαμά, μπαμπά κι αδέρφια. Δεν ήρθαμε για διασκέδαση, αναγκαστήκαμε να έρθουμε.

Μαρτυρία του 17χρονου Αφγανού Εχσάν [το όνομα είναι αλλαγμένο], στο Χαρά Τσουκαλά (επιμ.), Μονόλογοι από το Αιγαίο

Το άγνωστο με κυνηγάει

Γεια σας. Με λένε Μοχάμεντ Νάγκεμ, είμαι από την πόλη Αρμπίν της Ανατολικής Γούτα, στην επαρχία της Δαμασκού, και είμαι 15 χρόνων. Το τελευταίο διάστημα προσπαθώ να τραβάω βίντεο με την κάμερα του κινητού μου τηλεφώνου για να μεταφέρω στον κόσμο όσα παθαίνουμε.

Η κατάσταση στην Ανατολική Γούτα δεν περιγράφεται. Τα πολεμικά αεροσκάφη έκαναν μια πολύ βίαιη εκστρατεία που είχε στόχο τα κτίρια. Κατέβηκαν οι άνθρωποι στα υπόγεια και γέμισαν φόβο οι ψυχές τους λόγω της δύναμης των επιδρομών και της έντασης της καταστροφής.

Μείναμε ένα μήνα στο υπόγειο χωρίς να μπορούμε να δούμε το φως του ήλιου και να ξεχωρίσουμε τη νύχτα από τη μέρα. Υποφέραμε πολύ από την έλλειψη φαγητού και ψωμιού και από τις αρρώστιες, όπως η βρογχίτιδα και οι αλλεργίες. Και όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στον φόβο, τον οποίο δεν μπορούσαμε να αντέξουμε. Ο φόβος παραλύει τα άκρα μας και καταπνίγει τις ψυχές μας. Το καθεστώς άρχισε να χτυπάει κατευθείαν τα νοσοκομεία και τα υπόγεια.

Η χώρα μας καταστράφηκε ολοσχερώς και αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Την πρώτη φορά που βγήκαμε από το υπόγειο θέλαμε να δούμε τον ήλιο. Είδαμε όμως την εικόνα της καταστροφής γύρω μας. Μια εικόνα που μας έκανε να κλάψουμε περισσότερο από όσο κλάψαμε την ώρα των βομβαρδισμών.

Ο καθένας πήγαινε να δει αν το σπίτι του υπάρχει ακόμα ή αν καταστράφηκε. Χάσαμε τα πάντα, κάθε οικογένεια έχασε το σπίτι της και ένα από τα μέλη της. Άρχισαν οι άνθρωποι να μαζεύουν απελπισμένοι τα πράγματά τους για να φύγουν. Έφτασα στην Ιντλίμπ με την οικογένειά μου χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Και μετά τι; Το άγνωστο με κυνηγάει.

Μοχάμεντ Νάγκεμ, «Πώς θα σωθεί η μνήμη;», Πουλιά αποδημητικά, Μάιος 2018

Όλοι μαζί κλαίγαμε

Κάποιοι από την οικογένειά μου αντιμετωπίζουν προβλήματα επειδή ζούμε σε μια χώρα η οποία είναι σε εμπόλεμη κατάσταση και χρειαζόμαστε χρήματα για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Έτσι εγκατέλειψα την οικογένειά μου και τη χώρα μου για να αναζητήσω χρήματα για μια καλύτερη ζωή για αυτούς. Ξεκίνησα αυτή την περιπλάνησή μου πηγαίνοντας στην Τουρκία για να περάσω σε μια άλλη χώρα, στη Γαλλία ή στη Γερμανία, ή σε μια χώρα όπου θα μπορούσα να βρω δουλειά. Στην Τουρκία πήραμε ένα μικρό πλοιάριο για να περάσουμε στην Ελλάδα, αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος.

Σε αυτό το σημείο άρχισε ο κίνδυνος. Τριάντα άνθρωποι διαφορετικής ταυτότητας ήμασταν σε ένα μικρό πλοιάριο. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούσαμε να το κατανοήσουμε, και όλοι μαζί κλαίγαμε. Κάποιοι ήθελαν να γυρίσουν πίσω, όμως αυτό δεν ήταν δυνατό και η απάντηση ήταν ότι είτε θα προσεγγίσουμε την Ελλάδα είτε κάποιοι θα πεταχτούν στη θάλασσα. Ο καπετάνιος πίστευε ότι ήταν εύκολο να προσεγγίσει το επιθυμητό σημείο, την ίδια στιγμή που εμείς πιστεύαμε ότι ο κινητήρας θα σταματήσει ή ότι το καράβι θα βουλιάξει και θα βρεθούμε στη θάλασσα. Υπήρχε νερό μέσα στο πλοιάριο και δεν είχαμε κάτι να το αδειάσουμε. Ακόμη και να είχαμε, επειδή ήμασταν τριάντα άτομα, αυτό δεν ήταν εφικτό. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προσευχόμαστε στο Θεό να φτάσουμε μετά από τέσσερις ώρες στην Ελλάδα. Τελικά φτάσαμε, οπότε ευχαριστήσαμε το Θεό, πιστεύοντας ότι από εκεί και πέρα δεν θα είχαμε πρόβλημα.

[Σημ. Ο Ν.Κ. συνελήφθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού με πλαστό διαβατήριο και οδηγήθηκε στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, όπου έμεινε εννέα μήνες].

Ν.Κ., 19 ετών, «Οι κίνδυνοι της μετανάστευσης»,

Προσπαθώντας 9, Απρίλιος 2010

Νεκρώσιμη τελετή νεαρού πρόσφυγα

Το 2005 ξεκινήσαμε με τη Νατάσα μια έρευνα σε αναζήτηση ενός νεαρού Αφγανού που είχε πνιγεί στο ταξίδι του προς τη Χίο. Ο αδελφός του είχε έλθει από την Αυστραλία όπου διέμενε και έψαχνε να βρει το σημείο όπου είχε ταφεί για να κάνει μια τελετή στη μνήμη του, όπως του είχαν αναθέσει τα άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ψάξαμε, αρχίζοντας από το Λιμεναρχείο, να δούμε πού μπορούσε να είναι θαμμένος. Όχι μόνο καταγραφή δεν υπήρχε, αλλά γυρίζαμε όλα τα γραφεία κηδειών προσπαθώντας να βγάλουμε άκρη. Τελικά, αποκλείοντας τις άλλες πιθανές εκδοχές, καταλήξαμε στο ότι είχε ταφεί σε ομαδικό τάφο. Το γραφείο τελετών θυμόταν την περίπτωση. Ο παπάς της εκκλησίας του Αγίου Ματθαίου Κοφινά επιβεβαίωσε ότι εκεί είχαν ταφεί τρεις νεαροί. Το είπαμε στον αδελφό του και του έκανε μια νεκρώσιμη τελετή.

Προφορική μαρτυρία του Δημήτρη Τσούχλη

Αναμνήσεις του τότε Διευθυντή Αστυνομίας Χίου

Σας καταθέτω μια άποψη για το προσφυγικό της Χίου όπως την έζησα όλα τα χρόνια που υπάρχει το ζήτημα αυτό. Βεβαίως υπάρχουν και άλλες οπτικές, ανάλογα από ποια πλευρά τα βλέπει κανείς και κυρίως τι συμφέροντα έχει. Η δική μου έγνοια όπως και των περισσότερων αστυνομικών ήταν να μην ξεφύγει η κατάσταση στη Χίο. Το έτος 2014 οι μεταναστευτικές ροές συνέχιζαν όπως τα προηγούμενα έτη, να είναι μικρές. Βέβαια για κάποιον που διάβαζε το διεθνές περιβάλλον και τους αριθμούς η αυξητική τάση του έτους αυτού κάτι σήμαινε και ήταν προμήνυμα για το τι θα ακολουθούσε το έτος 2015.

Οι λίγοι αλλοδαποί τότε (2014) μετά τον εντοπισμό τους από το Λιμενικό μεταφέρονταν στο κέντρο κράτησης στο Μυρσινίδι, όπου παρέμεναν έως δεκαοχτώ μήνες και στη συνέχεια αναχωρούσαν για την ενδοχώρα εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα έγγραφα. Εξαίρεση αποτελούσαν ευάλωτες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι αποχωρούσαν νωρίτερα. Η τοπική κοινωνία δεν ασχολούνταν με το θέμα, εκτός από ελάχιστους αιθεροβάμονες που προσπαθούσαν να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες για τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους. Το κέντρο παραμονής τους στο Μυρσινίδι έξω από το Βροντάδος ήταν ένα, μικρής χωρητικότητας κέντρο, σπάνια ήταν πλήρες και υπήρχε μία μικρή αστυνομική δύναμη που ήταν υπεύθυνη για την καταγραφή αλλά και τη φύλαξή του. Σπάνια υπήρχαν ζητήματα παραβατικότητας ή επεισοδίων και όλα, παρά τις δύσκολες συνθήκες, κυλούσαν σχετικά ομαλά. Από πλευράς διαχείρισης και υποστήριξης ήταν η Ελληνική Αστυνομία που είχε την ευθύνη λειτουργίας της δομής.

Η μικρή αστυνομική δύναμη φρόντιζε για την εξασφάλιση της καθαριότητας και υγιεινής στους κοινόχρηστους χώρους του μικρού αυτού Κέντρου. Δεν υπήρχαν οικονομικά κονδύλια για συντήρηση των υποδομών και όλες οι εργασίες γίνονταν με πρωτοβουλία της Διεύθυνσης Αστυνομίας Χίου και σε συνεργασία με ιδιώτες, οι οποίοι πότε από φιλότιμο, πότε

λόγω γνωριμίας εργάζονταν να επισκευάσουν όποια βλάβη παρουσιαζόταν. Εννοείται ότι μεγάλες παρεμβάσεις που κόστιζαν δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν, παρά το γεγονός ότι αυτές αναφέρονταν είτε λόγω γραφειοκρατικών αδυναμιών είτε λόγω οικονομικής δυσχέρειας.

(Βλέπετε, το διάστημα εκείνο η χώρα βρισκόταν στη δίνη της οικονομικής κρίσης). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ηλεκτροδότηση του Κέντρου η οποία γινόταν με μία μικρή γραμμή που με τη χρήση κλιματιστικών «έπεφτε» συνεχώς και άντε να βρεις ηλεκτρολόγο!!! Αυτά όλα όμως είχαν ως συνέπεια να δημιουργούνται συχνά διαμαρτυρίες λόγω κακών συνθηκών που τις αντιμετώπιζε κάθε φορά η μικρή αστυνομική δύναμη.

Γεώργιος Κεβόπουλος, τότε Διευθυντής Αστυνομίας Χίου

«Βάρκα στο γιαλό»…

Ξεκίνησα να πάω για το χωριό. Ακολούθησα την ακτογραμμή μετά το λιμάνι, τα φώτα απ’ την απέναντι άκρη πιο ζωντανά από ποτέ. Το ξενοδοχείο στα δεξιά μου μια φαντασμαγορία του τίποτα. Μουσικές, φωνές και ξεφαντώματα νεοαστών σαλτιμπάγκων, κι ύστερα φωνές απ’ τα αριστερά του δρόμου ανακατεμένα με την κίνηση των αυτοκινήτων… κι ουρλιαχτά στο σκοτάδι. «Βάρκα στο γιαλό, βάρκα στο γιαλό» ακούστηκε μια φωνή, μια φράση που για μας παραπέμπει σε τραγούδι, αλλά για την σακατεμένη προσφυγική βάρκα στη λιλαδωτή παραλία είναι λύτρωση. Σταμάτησα δεξιά κι έτρεξα απέναντι, ο δρόμος με συνεχή κίνηση δεν άφηνε περιθώρια να περάσω γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο και δεν έβλεπα σχεδόν κανένα να μπορεί να βοηθήσει, καθώς ο μικρός κυματισμός ήταν αρκετός και σχεδόν πέταγε τους ανθρώπους μέσα από την βάρκα κατευθείαν στα βότσαλα.

Δυο γέροι ψαράδες φάνηκαν κι ήταν οι μόνοι που έτρεξαν να κρατήσουν την βάρκα σταθερά στην παραλία για να μη παρασυρθεί πάλι σε πιο βαθιά νερά. Κανείς άλλος δεν υπήρχε και γω σχεδόν σοκαρισμένος δεν μπορούσα να αντιδράσω εκτός ότι τραβούσα όπως όπως ανθρώπους από τα ρούχα και τους πετούσα έξω στην παραλία, μελανά χέρια και χείλη, φασκιωμένα μωρά με άδεια μάτια ακουμπισμένα στα βότσαλα σαν να περιμένουν μια άδοξη μοίρα να τα οδηγήσει στη γη της επαγγελίας.

Άνοιξαν τις τσάντες τους και ό,τι στεγνό υπήρχε μοιράστηκε εξίσου ίσα σε όλους, σε δέκα λεπτά, ανέβαιναν τα λιγοστά σκαλιά προς τον παραλιακό πεζόδρομο που δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο από την πόλη, σχεδόν πενήντα άτομα έφυγαν σε μια μακριά πορεία με χαμηλωμένα κεφάλια και βλέμματα άδεια. Ανέβηκα στην μηχανή και το δικό μου βλέμμα τούς ακολούθησε μέχρι που χάθηκαν από την όψη μου, το χορτάρι στο πλάι του δρόμου φρεσκοκομμένο και σαν να μύριζε μάραθο και άγρια ρόκα… αυτή η μυρωδιά με συνόδεψε μέχρι την άκρη της νύχτας.

Βασίλης Παχουνδάκης

Διάσωση στη θάλασσα είναι παιχνίδι με τον θάνατο

Έχω κάνει πέντε διασώσεις, με σύνολο 205 ανθρώπους σε αριθμό, πότε ήταν 50, πότε 60, πότε 30. Δεν φοβόμαστε τις άσχημες συνθήκες, τη δαμάζουμε τη φύση, αυτό που δεν δαμάζεται όμως είναι τα ματάκια ενός παιδιού μέσα σ’ ένα φουσκωτό, που χωρίς να σε ξέρει, σε βλέπει με ένα τέτοιο τρόπο, που νομίζεις ότι σε ξέρει σαν πατέρα και μητέρα, βλέπεις την ελπίδα σωτηρίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, εκεί λυγίζεις, πίστεψέ με, και από… λύκος γίνεσαι πρόβατο. Λες: «Θα τα πάρω όλα αυτά τα μικρά παιδιά στο πλοίο μου να τα σώσω και ας χάσω τη ζωή μου».

Ναι, αν και οι καιρικές συνθήκες πολλές φορές είναι άθλιες και είναι παράτολμο αυτό που κάνουμε, διότι λόγω κυματισμού και λόγω υψομετρικής διαφοράς του φουσκωτού με το σκάφος μας, όταν αρχίζει το παλαντζάρισμα, όχι είναι παράτολμο, είναι καρμανιόλα. Γιατί φαντάσου ότι τα παιδάκια δεν μπορείς να τα πάρεις με σταθερό χέρι μέσα, και σου τα πετάνε σαν τις μπάλες του μπάσκετ. Και είμαστε παρατεταγμένοι εμείς στην κουπαστή και προσπαθούμε να κάνουμε τους τερματοφύλακες για να τα πιάσουμε, ένα λάθος εκείνη τη στιγμή στοιχίζει μία ζωή, γιατί έτσι και σου πέσει σιγά μην το ξαναβρείς με τα 8 μποφόρ και αν είναι και νύχτα, αν απομακρύνθηκε 5 μέτρα δεν το βλέπεις, να είναι μέρα άντε να βουτήξω εγώ να το πάρω, άμα είναι νύχτα πού θα το δω;

Ξέρεις, δεν κάνουμε τώρα τους έξυπνους, αλλά διάσωση στη θάλασσα είναι παιχνίδι με το θάνατο. Ξέρεις ότι είδα μία έγκυα γυναίκα να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην κουπαστή μου, που είναι τρία μέτρα ύψος, για να μπει στο σκάφος και να ζουλάει την κοιλιά της στην κουπαστή στην προσπάθειά της να ανέβει, να πονάει και να προσπαθούμε να τη βάλουμε μέσα και στο τέλος να χάσει το παιδί της μέσα από την κοιλιά της; Μετά από αυτό μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ στο σπίτι;

Από συνέντευξη του ιδιοκτήτη αλιευτικών σκαφών Στέφανου Ζαννίκου προς τον Γιάννη Τζούμα,

«Ψαρεύοντας 205… ανθρώπους», Η Αλήθεια, 21.12.2015