Η Ουάσινγκτον εξετάζει ένα νέο «όπλο» για να φέρει την Κίνα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – Την αποπομπή κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια
Ανυποχώρητος και διατεθειμένος να φτάσει στα άκρα εμφανίζεται ο Ντόναλντ Τραμπ στον εμπορικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει κατά της Κίνας με όλα τα όπλα να πέφτουν πλέον στο τραπέζι.
Εν μέσω όλο και πιο επιθετικών οικονομικών μέτρων, η Ουάσινγκτον εξετάζει ένα νέο «όπλο»: Την αποπομπή κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια.
Καθώς ο Λευκός Οίκος εντείνει την επιβολή μαζικών δασμών στην Κίνα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και υποστηρικτές του προέδρου φαίνεται να στρέφονται όλο και περισσότερο προς την προοπτική διαγραφής σχεδόν 300 κινεζικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στα αμερικανικά χρηματιστήρια.
Ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι «όλα είναι στο τραπέζι», όταν ρωτήθηκε σχετικά την περασμένη εβδομάδα. Ο Κέβιν Ο’Λίρι του “Shark Tank” και ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ, υποστήριξε ότι ένα τέτοιο μέτρο θα βοηθούσε να ασκηθεί πίεση στην Κίνα «ώστε να καθίσει στο τραπέζι» των διαπραγματεύσεων. Ο γερουσιαστής Ρικ Σκοτ, Ρεπουμπλικανός από τη Φλόριντα, ο οποίος εδώ και χρόνια εκφράζει ανησυχίες για την παρουσία κινεζικών εταιρειών στα αμερικανικά χρηματιστήρια, θεωρεί ότι η σκληρή στάση του Τραμπ απέναντι στην Κίνα ως ευκαιρία για τη διεξαγωγή αυστηρότερου ελέγχου αυτών των οντοτήτων και την οριστική αποπομπή τους.
«Οι κεφαλαιαγορές των ΗΠΑ είναι το αντικείμενο φθόνου σε όλο τον κόσμο, παρέχοντας απαράμιλλη πρόσβαση σε χρηματοδότηση για εταιρείες διεθνώς. Ωστόσο, αυτό το προνόμιο συνοδεύεται από ευθύνες, κυριότερες εκ των οποίων είναι η διαφάνεια και η συμμόρφωση με τους κανόνες γνωστοποίησης», δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Φλόριντα σε πρόσφατη επιστολή του προς τον νεοδιορισθέντα πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC), Πολ Άτκινς. «Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι κινεζικές εταιρείες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση σε αμερικανικά κεφάλαια ενώ αρνούνται να συμμορφωθούν με τους κανόνες μας».
Παραμένει ασαφές το πόσο σοβαρά εξετάζει την ιδέα η κυβέρνηση. Ωστόσο, το γεγονός ότι υπάρχει έστω ως σκέψη το ενδεχόμενο διαγραφής κινεζικών εταιρειών υπογραμμίζει την ακραία στάση που ακολουθούν οι ΗΠΑ έναντι του Πεκίνου, καθώς οι δύο οικονομικοί γίγαντες βυθίζονται σε έναν μακρύ και δυνητικά σκληρό εμπορικό πόλεμο. Στελέχη της Wall Street προειδοποιούν για τις επιπτώσεις των δασμών στις αλυσίδες εφοδιασμού, τις επενδύσεις και την απασχόληση, ενώ οι φόβοι για ύφεση παραμένουν.
«Υπάρχει μια όχι μικρή πιθανότητα να βρισκόμαστε παγιδευμένοι σε έναν πόλεμο δασμών με την Κίνα για μεγάλο χρονικό διάστημα», δήλωσε ο πρώην πρόεδρος της SEC, Γκάρι Γκένσλερ, σε συνέντευξή του. Το 2022, ο Γκένσλερ συνέβαλε στην επίτευξη μιας ιστορικής συμφωνίας με την Κίνα για την πρόσβαση στα ελεγκτικά έγγραφα κινεζικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ, πρόσβαση την οποία το Πεκίνο είχε μπλοκάρει επί σειρά ετών.
Ο Τζέρεμι Μαρκ, ανώτερος ερευνητής στο Atlantic Council, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «εξετάζουν όλους τους τρόπους που έχουν στη διάθεσή τους για να ασκήσουν πίεση στην Κίνα και οι εγγραφές κινεζικών εταιρειών στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ είναι πολύ σημαντικές».
Πράγματι, σύμφωνα με την Επιτροπή Οικονομικής και Ασφάλειας ΗΠΑ–Κίνας, στις 7 Μαρτίου υπήρχαν 286 κινεζικές εταιρείες εισηγμένες σε αμερικανικά χρηματιστήρια, με συνολική χρηματιστηριακή αξία 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων.
Εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον δήλωσε στο POLITICO ότι «ως ζήτημα αρχής, η Κίνα διατηρεί σταθερά τη θέση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να τηρούν τους διεθνείς κανόνες που διέπουν τις επενδύσεις και το εμπόριο, να σέβονται τους νόμους της αγοράς και να σταματήσουν να πολιτικοποιούν και να εργαλειοποιούν τα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα».
«Η υπονόμευση της εμπιστοσύνης των κινεζικών εταιρειών να επενδύσουν εδώ δεν ωφελεί καθόλου το ίδιο το επιχειρηματικό περιβάλλον των ΗΠΑ», δήλωσε ο εκπρόσωπος Λιου Πενγκγιού σε email την Τρίτη. «Ο αποκλεισμός των κινεζικών επιχειρήσεων και της κινεζικής αγοράς θα πλήξει, τελικά, τα ίδια τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ και την διεθνή τους αξιοπιστία».
Ο Λευκός Οίκος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) αρνήθηκαν να σχολιάσουν, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα.
Αν οι ΗΠΑ αποφάσιζαν τελικά να απομακρύνουν τις κινεζικές εταιρείες από τα αμερικανικά χρηματιστήρια, οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν διάφορους δρόμους. Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης έχει επικεντρωθεί σε έναν νόμο του 2020, που είχε στόχο να δώσει στους αμερικανικούς λογιστικούς εποπτικούς φορείς τη δυνατότητα να επιθεωρούν ελεύθερα τους ελέγχους των εταιρειών από την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ που είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ. Βάσει του νόμου, γνωστού ως Holding Foreign Companies Accountable Act (HFCAA), εταιρείες των οποίων τα οικονομικά έγγραφα δεν μπορούν να ελεγχθούν πλήρως επί δύο συνεχόμενα έτη, θα μπορούσαν να αποβληθούν από τα χρηματιστήρια.
Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστική εντολή με την οποία ζητούσε από την κυβέρνησή του να εξετάσει αν «τηρούνται επαρκή λογιστικά πρότυπα» από τις συγκεκριμένες εταιρείες.
Το πρόβλημα είναι ότι ο νόμος πιθανότατα θα χρειαστεί χρόνια για να αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα και αυτό μόνο εάν οι ρυθμιστικές αρχές δεν καταφέρουν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη πρόσβαση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ταχύτερες οδοί.
Σε έκθεσή του τη Δευτέρα, ο Γιάρετ Σάιμπεργκ, Διευθύνων Σύμβουλος στην TD Cowen, έγραψε ότι ο «ταχύτερος και ευκολότερος τρόπος» θα ήταν ο Τραμπ να εκδώσει μια σειρά εκτελεστικών εντολών βάσει των εξουσιών του για την εθνική ασφάλεια, προκειμένου να απαιτήσει τελικά τη διαγραφή των κινεζικών εταιρειών από τα αμερικανικά χρηματιστήρια.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να εξετάσει την απαγόρευση των variable interest entities (VIEs), δηλαδή της νομικής δομής που χρησιμοποιούν οι κινεζικές εταιρείες για να προσφέρουν μετοχές στις ΗΠΑ. Οι VIEs δίνουν ουσιαστικά στους Αμερικανούς επενδυτές μόνο έμμεση έκθεση στην ίδια την κινεζική εταιρεία. Η εκτελεστική εντολή του Τραμπ τον Φεβρουάριο περιλάμβανε οδηγία για την αναθεώρηση αυτής της δομής.
Όποιον δρόμο κι αν επιλέξει η κυβέρνηση, η απόφαση μπορεί να έρθει σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη χρονική στιγμή. Οι αγορές έχουν ήδη κλονιστεί από τον χαοτικό εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, και μαζικές διαγραφές εταιρειών θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερο σοκ στους επενδυτές.
Αναλυτές της Goldman Sachs υπολόγισαν σε έκθεσή τους αυτή την εβδομάδα ότι ο αποκλεισμός των Αμερικανών επενδυτών από κινεζικές μετοχές θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρευστοποιήσεις ύψους περίπου 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Η πιθανότητα αναστάτωσης στις αγορές υπό τις τρέχουσες συνθήκες είναι σημαντικά μεγαλύτερη απ’ ό,τι όταν τέθηκε υπό διαπραγμάτευση η συμφωνία με την Κίνα για την πρόσβαση στα ελεγκτικά αρχεία το 2022, ιδίως λόγω του μη επαρκούς χρόνου για μετάβαση», δήλωσε η Κάθριν Μάρτιν, διευθύντρια στην Rock Creek Global Advisors και πρώην στέλεχος του Τμήματος Διεθνών Υποθέσεων της SEC.
Το άρθρο Ο Τραμπ «παίζει» κανονικό πόλεμο με την Κίνα εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.