Πληθαίνουν οι συζητήσεις και εντείνεται ο προβληματισμός στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος (ιεραρχία και εφημεριακός κλήρος) για την αποκαλούμενη επόμενη μέρα. Δυστυχώς, στο πλαίσιο μιας κοντόφθαλμης και στενής ερμηνείας του τι μέλλει γενέσθαι στα αμέσως προσεχή χρόνια, το «όλον ζήτημα» φαίνεται να εξαντλείται στα της διαδοχής του σημερινού 87χρονου Αρχιεπισκόπου, Ιερωνύμου. Ομως η επόμενη μέρα στην Εκκλησία, σε έναν ιστορικό θεσμό, σε έναν εκ των τριών – τεσσάρων πυλώνων του σύγχρονου ελληνικού κράτους, είναι μια πολύ πιο πολυπαραγοντική εξίσωση, που καθίσταται δυσεπίλυτη όταν περιορίζεται αποκλειστικά στα πρόσωπα.
Ο, από Θηβών και Λεβαδείας, Ιερώνυμος Λιάπης βρίσκεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επί 17 συναπτά έτη. Μέσα σε αυτά τα χρόνια το Σώμα της Ιεραρχίας των 81 μητροπολιτών έχει αλλάξει άρδην. Αρκεί να επισημάνω ότι ενώ υπάρχει η γενικευμένη εντύπωση ότι η Ιεραρχία είναι «γηρασμένη», η προτίμηση του Αρχιεπισκόπου να επιλέγει για υποψήφιους μητροπολίτες, νεαρότερης ηλικίας αρχιμανδρίτες από το 2008 και εντεύθεν, έχει φέρει τον μέσο όρο ηλικίας στα 63 χρόνια! Και είναι ενδιαφέρον ότι ο γηραιότερος μητροπολίτης, ο 97χρονος άγιος Καρυστίας και Σκύρου, Σεραφείμ Ρόρης απέχει ηλικιακά 50 χρόνια, μισό αιώνα, από τον «Βενιαμίν» της Ιεραρχίας, τον 48χρονο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Φιλόθεο Θεοχάρη. Οσον αφορά δε στην ηλικιακή ποσόστωση, το Σώμα είναι μοιρασμένο στα δύο: 47 μητροπολίτες είναι άνω των 65 (υπερήλικες και ηλικιωμένοι) και 46 κάτω των 65 ετών (μεσήλικες και νέοι). Χάρη των στατιστικών δεδομένων να αναφέρω επίσης, ότι 46 επίσκοποι έχουν εκλεγεί με την ευλογία του Ιερωνύμου Β΄, 23 επί Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, 10 επί Σεραφείμ Τίκα και ένας (1) επί Ιερωνύμου Α΄ του Κοτσώνη.
Η εμπειρία και η προσεκτική «ανάγνωση» της εκκλησιαστικής ζωής διδάσκει ότι η διαδοχή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επηρεάζεται πολύ από τα δεδομένα της χρονικής συγκυρίας που ανακύπτει και δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν βέβαια ομαδοποιήσεις («σκληροί», «μετριοπαθείς», ηλικιωμένοι ή η νέα γενιά), υπάρχουν παράλληλα μητροπολίτες που θα έβλεπαν τους εαυτούς τους υποψηφίους για την Αρχιεπισκοπή, αλλά το καθοριστικό που θα προσδιορίσει μια ενδεχόμενη διαδοχή «θα εξεταστεί επί του πεδίου και στην ώρα του», όπως διατείνεται η συντριπτική πλειοψηφία των μητροπολιτών. Και μάλιστα από 81… ανθρώπους και όχι από φιλόδοξα παράκεντρα… Και εκείνη τη στιγμή θα τεθεί το δίλημμα: Θα επιλέξουν οι άγιοι αρχιερείς μια μεταβατική κατάσταση; Θα επιλέξουν αυτό που ψιθυρίζεται πιο πολύ στα επισκοπεία πίσω από κλειστές πόρτες, μια «μεσοβασιλεία»; Δηλαδή θα επιχειρήσουν να εκλέξουν για αρχιεπίσκοπο, έναν 70χρονο και πάνω ιεράρχη, ώστε σε λίγα χρόνια να ξανααναζητήσουν επικεφαλής; Ή θα πάνε σε επιλογή ενός νεότερου ηλικιακά προσώπου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το «φρακάρισμα» της… ιεραρχίας; Μια άλλη κρίσιμη και παράλληλη παράμετρος είναι και ο δυναμισμός του νέου εκλεκτού. Τον πράο, προσεκτικό και χαμηλών τόνων Σεραφείμ (1973 – 1998) διαδέχτηκε ο δυναμικός Χριστόδουλος (1998 – 2008), τον οποίον με τη σειρά του διαδέχτηκε ο «σεραφειμικός», Ιερώνυμος. Θα στραφεί λοιπόν και πάλι η Εκκλησία σε μια δυναμική προσωπικότητα ή θα επιλέξει μέσω της λύσης της «μεσοβασιλείας» έναν νουνεχή ιεράρχη;
Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, η «επόμενη ημέρα» στην Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να ιδωθεί μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα ανάλυσης της γεωπολιτικής θέσης της χώρας της οποίας η Εκκλησία μας αποτελεί κορυφαίο θεσμικό παράγοντα (π.χ. προβλήματα με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες στα Βαλκάνια, ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ.ά.). Οπως επίσης θα πρέπει να ιδωθεί και μέσα από την αναγκαιότητα λειτουργίας του οργανισμού της Εκκλησίας με σύγχρονα εργαλεία, ανεξάρτητα από την κρατική διοίκηση και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και ίσως ένας σοβαρός προβληματισμός σε αυτές τις παραμέτρους να φωτίσουν και το κατάλληλο πρόσωπο της επόμενης μέρας. Εάν οποιαδήποτε διάδοχη κατάσταση λοιπόν δεν απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, θα είναι ένα μετέωρο βήμα σε αχαρτογράφητα νερά και πολύ σύντομα η Εκκλησία της Ελλάδος θα ξαναβρεθεί αντιμέτωπη με τις ίδιες δομικές αδυναμίες…