Το «αλλοπρόσαλλο δόγμα»

Εχει κάτι από έκπληξη το να οπισθοχωρήσει ατάκτως η Ελλάδα στους «σχεδιασμούς» της που μάλιστα εμπλέκουν και τρίτες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο; Οχι βέβαια. Εκπληξη θα ήταν το ακριβώς αντίθετο: να ήταν πραγματικοί σχεδιασμοί, βασισμένοι σε σταθμίσεις δεδομένων και σε αποφάσεις έναντι των τουρκικών αντιδράσεων που νομοτελειακά θα προκαλούσαν. Ενα ιστορικό ετών εγγυάται ποια θα ήταν η ελληνική στάση όταν θα έφτανε η ώρα που οι Τούρκοι θα έκλειναν τον «δρόμο» με την παράταξη αρμάδας όπως έχουν ήδη κάνει πολλές φορές μέχρι τώρα.

Εγείρεται συνεπώς αυτονόητο το ερώτημα, που όμως η λογική δεν μπορεί να το απαντήσει: γιατί; Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη προκαλεί σειρά γεγονότων και εν συνεχεία, υπό τον τρόμο της Τουρκίας, βάζει την ουρά στα σκέλια και κάνει πίσω τρέχοντας, ενώ είναι εκ προοιμίου δεδομένο ότι αυτό θα συμβεί; Τι εξυπηρετεί αυτή η καινοφανής πολιτική αυτοεξευτελισμού της χώρας η οποία επιμένει να προκαλεί μόνη την τύχη της που δεν είναι άλλη από το να πιστοποιεί κατ’ επανάληψη, με δική της πρωτοβουλία, ότι όταν βήχει η Αγκυρα η Αθήνα παθαίνει πνευμονία; Ποιο νόημα έχει όλη αυτή η επαναλαμβανόμενη κατά τακτά διαστήματα σχιζοειδής συμπεριφορά; Που ίσως η πιο επιβλαβής πλευρά της δεν είναι καν ότι επιβεβαιώνει τον ακατάληπτο ελληνικό μικρομεγαλισμό έναντι της Τουρκίας στην ίδια. Αλλά, κυρίως, σε όλους τους άλλους ιδίως τους δυνητικούς συμμάχους. Ομως ποιος είναι δυνατόν να πάρει στα σοβαρά μια χώρα που συμπεριφέρεται έτσι ακόμα κι αν έχει πρόθεση να επενδύσει σε στρατηγική συνεργασία μαζί της; Πώς να την εμπιστευτεί; Είναι εντελώς αδύνατον.

Αυτό το σύστημα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τελικά ως «το αλλοπρόσαλλο δόγμα» είναι πρωτόγνωρο, τουλάχιστον στη μεταπολεμική ελληνική ιστορία. Και το δράμα είναι ότι εξελίσσεται απέναντι σε μία Τουρκία που ο ηγέτης της, ας ξεχάσουμε εν προκειμένω το πώς, δεν αυτό το θέμα εδώ, την ανέλαβε στα τάρταρα και την έχει καταστήσει κεντρικό διεθνή παράγοντα, κορυφαίο συνομιλητή των πάντων, που έχει καταφέρει να έχει ασυλία για συμπεριφορές τις οποίες οποιοσδήποτε άλλος ηγέτης θα τις είχε πληρώσει πολύ ακριβά και η χώρα του μαζί. Και από μόνη της αυτή η διαφορά μεγεθών και δυναμικού μεταξύ των δύο πλευρών προκαλεί τρόμο χωρίς να χρειάζεται να γίνει τίποτε άλλο – που ασφαλώς διαρκώς γίνεται.

Ετσι, ξαφνικά, ενώ όλα υποτίθεται πήγαιναν ρολόι, ο υπουργός Εξωτερικών Γεραπετρίτης, ο οποίος επιμένει ότι η Ελλάδα δεν κάνει βήμα πίσω, ανακαλύπτει ότι η υπόθεση του καλωδίου με την Κύπρο θα προχωρήσει μεν, οπωσδήποτε, πλην όμως στον… κατάλληλο χρόνο. Πρόκειται για ιλαροτραγωδία. Μόνον που εδώ δεν (θα έπρεπε να) μιλάμε για περιοδεύοντα θίασο, αλλά για κάποιους που αντιλαμβάνονται ότι έχουν να κάνουν με την Τουρκία και μάλιστα ίσως στην πιο ισχυρή στιγμή της. Ετσι, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, εδραιώνει όλο και περισσότερο την κυριαρχία της μέσα από τις ελληνικές τερατωδώς άστοχες πρωτοβουλίες που πείθουν άπαντες για το ποιος είναι το αφεντικό. Και, συνεπώς, με ποιον θα πρέπει να συνομιλούν.

Η εξωτερική πολιτική ίσως μπορούσε να ασκείται ως παιδική χαρά αν η Ελλάδα ήταν νησί χαμένο στον… Ειρηνικό που μαζί με άλλα ζούσαν αρμονικά μοιράζοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν. Δεν είναι. Βρίσκεται υπό συνεχή, διαρκώς οξύτερη απειλή, που με τη στάση της κυβέρνησης αποκτά όλο και πιο πολλά ερείσματα στο διεθνές περιβάλλον, οδηγεί τη χώρα στο πλήρες περιθώριο, σε περιθωριοποίηση που δύσκολα μπορείς να θυμηθείς ξανά τόσο εκκωφαντική. Ακόμα και αυτή η φαιδρότητα του υποτιθέμενου ευρωστρατού αγνοεί χωρίς αιδώ ανοικτά, δημοσίως την Ελλάδα την ώρα που κάνει τεμενάδες στην Αγκυρα… Τι κάνουν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι; Και γιατί;  Εχουν ιδέα; Πώς γίνεται να μην έχουν αντιληφθεί πόσο απομειώνουν καθημερινά με αυτά τα παιχνιδάκια την όποια ισχύ της χώρας;