
Σαν να μην άλλαξε μια μέρα από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, παρακολουθούμε στις δημοσκοπήσεις τον ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφει μονοψήφια νούμερα, το ΠΑΣΟΚ να πέφτει, ενώ η συνωμοσιολογική Ακροδεξιά παραμένει πολιτικά αδύναμη και οι δύο πρώην αρχηγοί του ΣΥΡΙΖΑ, Τσίπρας και Κασσελάκης, ζαχαρώνουν θέσεις στον πολιτικό χάρτη που μάλλον αδυνατούν να κερδίσουν.
Η εικόνα των δημοσκοπήσεων, δηλαδή, δείχνει ότι τα πράγματα επιστρέφουν στην κανονικότητα, έπειτα από τη συγκινησιακή διαταραχή που υπαγόρευσε στο όνομα των Τεμπών ως λαϊκό αίσθημα ο λαϊκισμός. Η ΝΔ συνεχίζει να θέτει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, σε ένα σύστημα ενός κόμματος, ενώ το προσωποπαγές μόρφωμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου στη δεύτερη θέση είναι προφανές ότι αδυνατεί να συγκροτήσει πόλο εξουσίας – άρα υπάρχει ως κέντρο υποδοχής μιας γενικώς και αορίστως διαμαρτυρίας, με ψήφους που σίγουρα είχαν στηρίξει ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια των Μνημονίων ή, πιο πρόσφατα, είχαν επενδύσει στην αριστερόστροφη ρητορική του ΠΑΣΟΚ.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι ψηφοφόροι που κάθε φορά συσπειρώνονται πίσω από συνθήματα αντισυστημισμού, που βλέπουν το φως το αληθινό σε κάθε είδους ριζοσπαστική ρητορική, που είναι έτοιμοι να επενδύσουν στην αβεβαιότητα του πολιτικού συστήματος, απέναντι σε οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πολιτικό εγχείρημα;
Είναι παλιοί γνωστοί μας. Η κατηγορία τους είναι περισσότερο πολιτιστικού παρά πολιτικού χαρακτήρα. Είναι γεννήματα της αντίληψης του περιούσιου λαού. Ως εκ τούτου, έχουν μόνο απαιτήσεις και ποτέ υποχρεώσεις. Είναι οπαδοί και εύκολα θύματα κάθε είδους λαϊκισμού αλλά, κυρίως, θύτες της πολιτικής τοξικότητας – προφανώς, αφού τα ξέρουν όλα, αυτοί είναι οι σωστοί ενώ η κόλαση είναι οι άλλοι. Η ιδεολογία τους, ασφαλώς εθνική, συμπυκνώνεται στο ρητό: «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάρτης». Η πάρτη τους προφανώς είναι το παράδειγμα.
Το πολιτιστικό αυτό ρεύμα βρήκε ενιαία πολιτική έκφραση στην εφημερίδα που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε, μιλάμε, γράφουμε, τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνουμε και την πολιτική. Στην «Αυριανή». Τη θυμάστε, όλοι τη θυμόμαστε. Είναι η εφημερίδα που έκανε καμπάνια εναντίον της Δεξιάς του Γεώργιου Ράλλη για τα Λακόστ. Που εισήγαγε την τοξικότητα στην πολιτική αντιπαράθεση. Που έβριζε «συκιά» τον Μάνο Χατζιδάκι, επειδή της άσκησε κριτική. Που εμφάνισε, χρησιμοποιώντας παραπειστικά μια φωτογραφία, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην Κατοχή ως συνεργάτη των Γερμανών. Που ο Ανδρέας Παπανδρέου την είχε χαρακτηρίσει «υπόδειγμα δημοσιογραφίας». Που έλεγε ότι γκρέμισε τον καραμανλισμό αλλά, ύστερα, διδάσκοντας την κωλοτούμπα, τον υπηρέτησε. Που στήριξε τον Τσίπρα ο οποίος θα έσκιζε τα Μνημόνια και θα «γκόου μπακ, κυρία Μέρκελ».
Υπόδειγμα τοξικού λόγου, δήθεν αντισυστημικής ρητορικής, εμπρηστικής αρθρογραφίας στο όνομα του λαού (του «λαουτζίκου», όπως τον αποκαλούσε), οπαδός λογής ρευμάτων του ανορθολογισμού, εχθρά κάθε διαφορετικότητας και κάθε έκφρασης πολιτισμού, προπομπός του διχαστικού εμφυλιακού λόγου και του μίσους, προφανώς εκπρόσωπος συμφερόντων, η εφημερίδα αυτή εξέφρασε και καθοδήγησε όλες τις δυνάμεις που, στη Μεταπολίτευση, ορίζουν την πολιτισμική καθυστέρηση της χώρας – τον βαλκανικό όχλο της οπισθοδρόμησης.
Το πολιτισμικό της στίγμα συνεχίζει να υφίσταται και μετά την έκλειψη της εφημερίδας. Ο αυριανισμός, άλλωστε, ως όρος, έχει ενταχθεί στα λεξικά μας και έχει χώρο για να αναπαραχθεί, όχι μόνο στα σόσιαλ μίντια. Ζει, δηλαδή, και βασιλεύει και ζητά τον κόσμο να κυριεύσει.
Οι κανόνες του εκφράζονται στο αντισύστημα. Και προφανώς ορίζουν τον ριζοσπαστισμό, την έχθρα στους θεσμούς, την άρνηση του πολιτισμού, τη λατρεία αυταρχισμών όπως ο ανατολικός δεσποτισμός του Πούτιν – θέτοντας μια αρνητική ατζέντα για τη χώρα.