
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο το έχει περιγράψει… ποιητικά. «Οι Αργεντινοί παίζουν το ποδόσφαιρο όπως γράφουν ποίηση. Το ζουν με το στομάχι και με την καρδιά, όχι με το κεφάλι». Ο «τρελός φιλόσοφος», Μαρσέλο Μπιέλσα, κυνικά. «Το ποδόσφαιρο για τον Αργεντινό δεν είναι απλώς παιχνίδι. Είναι το μέσο με το οποίο επιβεβαιώνει την αξία του στον κόσμο». Ο Χόρχε Βαλντάνο… θρησκευτικά και ανθρωπολογικά. «Οι Αργεντινοί πηγαίνουμε στο γήπεδο όπως πηγαίνουμε στην εκκλησία. Για να εξομολογηθούμε, να λυτρωθούμε, να ελπίσουμε».
Στην Αργεντινή, το ποδόσφαιρο δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, σχεδόν μυστικιστικό. Είναι η φωνή της γειτονιάς, το όνειρο του παιδιού που παίζει ξυπόλητο με μια πλαστική μπάλα στο χώμα, είναι η κραυγή της εξέδρας, είναι η ελπίδα μέσα στη δυσκολία, η πίστη όταν όλα γύρω καταρρέουν. Εκεί που το ποδόσφαιρο είναι βίωμα. Δεν παίζεται μόνο με τα πόδια, αλλά με την καρδιά, την ψυχή, με το πάθος που γεννιέται στα σοκάκια της Μπόκα και στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Αϊρες.
Ο Αργεντινός δεν βλέπει ποδόσφαιρο, το ονειρεύεται, το τραγουδά, το φωνάζει. Είναι κάτι σαν θρησκεία, με ιερούς ναούς τα γήπεδα και θεότητες παίκτες όπως ο Μαραντόνα, ο Μέσι, ο Ρικέλμε. Σε μια χώρα πληγωμένη από οικονομικές κρίσεις και κοινωνικές αναταραχές, η μπάλα έγινε καταφύγιο και τρόπος επιβεβαίωσης. Αυτή η ποδοσφαιρική ψυχή ταξίδεψε, μετανάστευσε, έγινε παγκόσμια. Και κάπου εκεί, στον Πειραιά, βρήκε λιμάνι.
Αργεντινοί και… Ολυμπιακός μιλάνε την ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα του πάθους, της πίστης, της «παράνοιας» για την ομάδα.
Γιατί ο Ολυμπιακός δεν είναι μια απλή ομάδα. Είναι επίσης θρησκεία, πάθος, ιδέα. Οι οπαδοί του δεν είναι απλοί φίλαθλοι. είναι φλογεροί εραστές του συλλόγου. Ζουν για το Καραϊσκάκη, για τη Δευτέρα να πειράξουν φίλους, για την Κυριακή να ουρλιάξουν το σύνθημα. Είναι ακριβώς αυτό το ταμπεραμέντο που κάνει τους Αργεντινούς και τους οπαδούς του Ολυμπιακού να μοιάζουν τόσο πολύ. Κι όταν αυτά τα δύο πάθη συναντήθηκαν, γεννήθηκαν στιγμές μαγείας. Και ήταν ο λόγος που η παρουσία των αργεντινών παικτών στον Ολυμπιακό δεν ήταν απλώς περαστική. Ηταν μια σχέση καρμική.
Ο Αριέλ Ιμπαγάσα, ο «Κάνιο», όπως τον φώναζαν στην πατρίδα του (σ.σ. ο… ποδιάς, για λόγους ευνόητους). Ενας μαέστρος της μπάλας, με μυαλό κομπιούτερ και τεχνική ποιητή. Ηρθε στον Ολυμπιακό το 2010 και έμεινε… για πάντα. Κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (2011, 2012, 2013, 2014) και 2 Κύπελλα (2012, 2013). Ηταν η φωνή μέσα στο γήπεδο, ο εγκέφαλος της ομάδας. Με την κλασική αργεντίνικη μαγκιά και ηρεμία, δεν έτρεχε όσο οι άλλοι, αλλά τους έκανε όλους να τρέχουν καλύτερα. Ενας μεγάλος στρατηγός. Οχι τυχαία, οι συμπαίκτες του τον αποκαλούσαν έτσι. El General. Ενας κοντοπίθαρος γίγαντας στο γήπεδο. Ενας ηγέτης τσέπης. Ενα ποδοσφαιρικό «θηρίο», ταυτισμένο με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ενα από τα βασικά πρόσωπα της… επιστροφής του Ολυμπιακού στην κορυφή, στην εποχή Μαρινάκη. Ενας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν την ερυθρόλευκη και ριγωτή. Ενας στρατιώτης της ερυθρόλευκης οικογένειας. Ενας Αργεντινός από την… Κοκκινιά.
Γείτονάς του, στην πειραιώτικη συνοικία του τάνγκο, ένας άλλος «Κολοσσός».
Αλεχάντρο «Τσόρι» Ντομίνγκες. Ηρθε το 2013, όταν ο Ολυμπιακός χρειαζόταν έναν ηγέτη. Ζήτησε και πήρε τη φανέλα με το νούμερο 10. Και το τίμησε ως την εσχατιά της παρουσίας του στον Θρύλο. Παλαιάς κοπής ποδοσφαιρικός «αλήτης». Καρέ, μούσι, κορδέλα, μάτι… γυαλιστερό. Ενας καλλιτέχνης της μπάλας, που έβαλε στη συλλογή του τρία πρωταθλήματα (2014, 2015, 2016) και δύο Κύπελλα (2015, 2016). Ο Τσόρι δεν ήταν ένας απλώς ποδοσφαιριστής. Ηταν ψυχή, καρδιά, αδιανόητη ποιότητα. Ενα μυαλό γεμάτο δαίμονες, που γεννήθηκαν στην παγωμένη Ρωσία. Τότε που πάλευε με την κατάθλιψη. Ενας Αργεντινός που γεννήθηκε για να παλεύει. Ενα ποδοσφαιρικό φαινόμενο, που ήθελε να παίζει για τον κόσμο. Για τη χαρά στα μάτια. Για την ιαχή. Για την αγάπη. 126 ματς, 40 γκολ, 28 ασίστ. Κι όμως, ακόμη κι αυτοί οι εντυπωσιακοί αριθμοί της ερυθρόλευκης ζωής αυτού του αργεντινού βιρτουόζου φαντάζουν «φτωχοί» μπροστά στο μεγαλείο του. Αγωνιστικό και… ανθρώπινο.
Και μιας και ο λόγος για μεγαλείο, ο Ολυμπιακός είχε την τύχη, τη χαρά και το προνόμιο, να προσφέρει τη φανέλα του σε ποδοσφαιρικά κοσμήματα, όπως ο Εστέμπαν Καμπιάσο. Ο θρύλος της Ιντερ και της Εθνικής Αργεντινής ήρθε στον Ολυμπιακό στα τελειώματα της καριέρας του, το 2015. Ηταν 34 ετών. Αλλά ήταν… ο Καμπιάσο. Αργεντινός. Γαλουχημένος με τη νοοτροπία νικητή της Ρεάλ Μαδρίτης. Νικητής του Champions League με τους Νερατζούρι. Ενας κοσμοπολίτης Αργεντινός, που έγινε… Ελληνας. Πειραιώτης. Αγόρασε δύο σπίτια στην Ελλάδα. Εγινε «δικός μας». Και έφτασε να μείνει ηθελημένα ένα ολόκληρο καλοκαίρι χωρίς ομάδα, για να… επιστρέψει στον Πειραιά.
Επαιξε για δύο σεζόν, κατακτώντας το πρωτάθλημα Ελλάδας του 2016 και δίνοντας την αίγλη ενός πραγματικού σταρ. Ο Καμπιάσο ήταν ο ορισμός του ηγέτη. Δεν χρειαζόταν να φωνάζει, αρκούσε αυτό το διαπεραστικό και γεμάτο ένταση και δίψα για νίκη βλέμμα του. Αρκούσε το σηκωμένο χέρι. Η κάθιδρη φανέλα του, στο τέλος κάθε αγώνα. Η απόδειξη πως ακόμη κι ένας αριστοκράτης Αργεντινός, με φανέλα Ολυμπιακού, είναι πάντα επαναστάτης.
Φερνάντο Μπελούτσι. Το απολύτως αντίθετο από τον αριστοκράτη «Κούτσου». Ενα παιδί μεγαλωμένο στους δρόμους. Συμμορίτης. Κανονικός, ομολογημένος και με… τατουάζ. Ενας από τους πιο ταλαντούχους χαφ που φόρεσαν ποτέ την ερυθρόλευκη. Ηρθε το 2007 και αγωνίστηκε μέχρι το 2009. Κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (2008, 2009) και 1 Κύπελλο Ελλάδας (2008). Με κομψότητα, τεχνική και έμπνευση, ήταν ο σύνδεσμος ανάμεσα στη μεσαία γραμμή και την επίθεση, με πάσες ακριβείας και σουτ-ποίημα. Εμεινε λίγο, δεν προσέφερε όσα μπορούσε. Αλλά το δέσιμο με τον σύλλογο και την ερυθρόλευκη κερκίδα έμεινε παντοτινό.
Χαβιέρ Σαβιόλα. Το παιδί-θαύμα της Ρίβερ Πλέιτ και της Μπαρτσελόνα ήρθε στον Ολυμπιακό το 2013, για να χαρίσει λίγη από τη λάμψη του. Τι κι αν έμεινε μόλις μία σεζόν. Η παρουσία του, τα γκολ του, η προσωπικότητα και εμπειρία του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα (2013-14), αλλά και στην ευρωπαϊκή του πορεία. Στυλ, φινέτσα, μυαλό, κλάση, σε ένα θηρίο με babyface, που παρά το μικρό δέμας και την ευγενική όψη του, ποτέ δεν απαρνήθηκε την αργεντίνικη φύση του. Με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την παρουσία του στον Ολυμπιακό. Αλλά και τη συνολική κοσμοθεωρία του.
Ολοι αυτοί οι σπουδαίοι Αργεντινοί, κι άλλοι τόσοι, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο επιτυχημένοι, έφεραν μαζί τους τη φιλοσοφία τους: το ποδόσφαιρο ως τέχνη και ως καθημερινή πάλη. Ηρθαν να δώσουν. Δούλεψαν, πάλεψαν, έπαιξαν με ψυχή. Και το κοινό του Ολυμπιακού, που μπορεί να σε λατρέψει όσο κανείς, αλλά και να σε καταδικάσει αν δεν τιμήσεις τη φανέλα, έκλινε το γόνυ.

Ο Τσόρι ήταν μια κινούμενη μπαλάντα της Αργεντινής, με το «10» στην πλάτη και το γήπεδο στα πόδια του. Ενας καλλιτέχνης που ζωγράφιζε ποδοσφαιρικά καμβάδες στο Καραϊσκάκη
Αργεντινοί και Ολυμπιακοί μιλάνε την ίδια γλώσσα. Τη γλώσσα του πάθους, της πίστης, της παράνοιας για την ομάδα. Ο Αργεντινός θα πάει χιλιόμετρα για να δει την ομάδα του. Θα τραγουδήσει 90 λεπτά. Θα κλάψει για μια ήττα, θα γράψει τραγούδι για μια νίκη. Ο Ολυμπιακός έχει την ίδια καρδιά: σφυρηλατημένη, γεμάτη πληγές και δόξες, μα πάνω απ’ όλα αφοσιωμένη. Δεν είναι τυχαίο πως στους Αργεντινούς… πάει η ερυθρόλευκη και ριγωτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η μεγαλύτερη στιγμή της ιστορίας του συλλόγου, η κατάκτηση του Conference League, συνδυάστηκε με δύο Αργεντινούς σε… βασικούς ρόλους (Σαντιάγκο Εσε, Φρανσίσκο Ορτέγκα).
Βρήκαν μια οικογένεια στον Πειραιά
Ολοι τους, σαν… παιδιά του Πειραιά. Γεννημένα στο Μπουένος Αϊρες, στο Ροσάριο, στη Σάντα Φε, στο Σαν Χουάν, αλλά γαλουχημένα στα Καμίνια. Μια σύνδεση αναπόφευκτη. Σύνδεση, ανάμεσα σε έναν λαό που λατρεύει το ποδόσφαιρο και έναν σύλλογο που το ζει στο πετσί του. Κι όσο υπάρχουν παίκτες σαν τον Ιμπαγάσα, τον Τσόρι, τον Καμπιάσο, τον Μπελούτσι, τον Σαβιόλα, τον Εσε, τον μέγα Γκαλέτι, αυτή η σχέση θα αναβιώνει, θα εμπνέει, θα θυμίζει πως το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο γκολ, ασίστ και τίτλοι. Είναι κυρίως ιστορίες. Ανθρώπων που ήρθαν από τη μακρινή Αργεντινή, για να βρουν μια οικογένεια στον Πειραιά. Ενα σπίτι. Να αγαπηθούν, σαν να ήταν δικοί μας. Και έγιναν «δικοί μας». Ολυμπιακοί. Από την Αργεντινή, αλλά για πάντα στον Πειραιά.