
Στις 9 Νοεμβρίου 1850 η εφημερίδα «The Red Republican» (O Κόκκινος Ρεπουμπλικανός), που αναφερόταν στο κίνημα των Χαρτιστών, δηλαδή εκείνων που διεκδικούσαν να αποκτήσουν καθολικά πολιτικά και εκλογικά δικαιώματα οι εργάτες, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «German Communism: Manifesto of the German Communist Party» (Γερμανικός κομμουνισμός: Μανιφέστο του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος), με συγγραφείς τους «Πολίτες Τσαρλς Μαρξ και Φρέντερικ Ενγκελς», και μεταφράστρια τη σκωτσέζα φεμινίστρια και σοσιαλίστρια Χέλεν Μακφάρλαν. Η επιλογή των Μαρξ και Ενγκελς να δώσουν το Μανιφέστο σε αυτό το έντυπο για μετάφραση αποτύπωνε σεβασμό για τους Χαρτιστές αλλά και την πεποίθηση ότι μπορούσε να συναντηθεί η σοσιαλιστική κριτική του καπιταλισμού με τα πολιτικά αιτήματα του ρεπουμπλικανισμού, δηλαδή του ρεύματος που διεκδικούσε μια δημοκρατική πολιτεία που να στηρίζεται σε ένα σύνταγμα που να εγγυάται τη λαϊκή κυριαρχία και το κράτος δικαίου.
Από αυτό το περιστατικό αφορμάται ο ερευνητής στο London School of Economics Μπρούνο Λέιπολντ στο βιβλίο του «Citizen Marx. Republicanism and the Formation of Karl Marx’s Social and Political Thought» (Πολίτης Μαρξ. Ο ρεπουμπλικανισμός και η διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης του Μαρξ), που κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Το βιβλίο βασίζεται σε έρευνα βασισμένη στην εν εξελίξει μεγάλη κριτική έκδοση των απάντων των Μαρξ και Ενγκελς (Marx – Engels – Gesamtausgabe – MEGA) που περιλαμβάνει υλικό που δεν περιλαμβανόταν σε προηγούμενες συγκεντρωτικές εκδόσεις.
Ρεπουμπλικανικά αιτήματα
Ο Λέιπολντ επιχειρεί να δείξει ότι ο Μαρξ ξεκινά τη θεωρητική του διαδρομή προβάλλοντας ρεπουμπλικανικά αιτήματα που αφορούν τη διεκδίκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων απέναντι σε απολυταρχικές και αυταρχικές μορφές εξουσίας. Αυτό φαίνεται έντονα στην αρθρογραφία του νεαρού Μαρξ, στην αλληλογραφία του και στις εκτεταμένες σημειώσεις και χειρόγραφα που δείχνουν ότι η διεκδίκηση μιας ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας για τη Γερμανία της δεκαετίας του 1840 υπήρξε η πρώτη του πολιτική αναφορά. Αυτή η διεκδίκηση μιας αυθεντικής δημοκρατίας δεν εγκαταλείπεται μετά την ήδη από το 1844 εμφανή μεταστροφή του προς τον κομμουνισμό, ακόμη και όταν ασκεί δριμεία φιλοσοφική κριτική σε κάθε αφηρημένη εκδοχή ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συγκαλύπτουν την ανισότητα και αλλοτρίωση που συνεπάγεται ένα σύστημα που στηρίζεται στην ιδιοκτησία και την επιδίωξη του κέρδους.
Ο Λέιπολντ επιμένει ότι ο Μαρξ, ακόμη και μετά τη σαφή μεταστροφή του στον κομμουνισμό και τη δριμεία κριτική της αστικής εκδοχής δημοκρατίας, δεν εγκαταλείπει ποτέ μια βαθιά πολιτική θεώρηση. Γι’ αυτό επιμένει ότι στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο βρίσκουμε μια κριτική της «αντιπολιτικής» τοποθέτησης άλλων «ουτοπικών» σοσιαλιστικών ρευμάτων, είτε αυτών που πρόκριναν τον πειραματισμό των μικρών κοινοτήτων, όπως αυτές που πρότειναν ο Οουεν και ο Φουριέ, είτε του τεχνοκρατικού «τέλους της πολιτικής» που οραματιζόταν ο Σαιν-Σιμόν, είτε των παραλλαγών του «αληθινού σοσιαλισμού». Ομως, ο Μαρξ, με βάση και την εμπειρία του 1848, διακρίνει τα είδη των δημοκρατιών ανάλογα με το ποια τάξη έχει την εξουσία και ποια είναι η κυρίαρχη οικονομική δομή. Παράλληλα, ο Λέιπολντ παρουσιάζει με αναλυτικό τρόπο τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους Μαρξ και Ενγκελς και εκπροσώπους του ριζοσπαστικού ρεπουμπλικανισμού, υπογραμμίζοντας ότι το όριο των τελευταίων ήταν η επιμονή στην ιδιωτική ιδιοκτησία, καθώς θεωρούσαν ότι θα εξασφάλιζε μια ανεξαρτησία ανάλογη με αυτή των αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών, παραβλέποντας τις ιστορικές δυναμικές του καπιταλισμού. Από την άλλη, σε αντίθεση μια οικονομίστικη ανάγνωση του «Κεφαλαίου», που υποστηρίζει ότι ο Μαρξ υποτιμά το ζήτημα της ελευθερίας, ο Λέιπολντ υπενθυμίζει ότι αυτό που βρίσκουμε στον ώριμο Μαρξ είναι μια θεωρία της κυριαρχίας, στον χώρο εργασίας από τους καπιταλιστές και τους εκπροσώπους τους, ευρύτερα από τις απρόσωπες προσταγές της αγοράς, και άρα η απαλλαγή από την εκμετάλλευση είναι μορφή απελευθέρωσης.
Η «Κοινωνική Δημοκρατία»
Ο Λέιπολντ θεωρεί ότι το αποκορύφωμα του ριζοσπαστικού σοσιαλιστικού ρεπουμπλικανισμού του Μαρξ βρίσκεται στο πώς βλέπει στους θεσμούς που διαμορφώνει στη σύντομη διαδρομή της η Κομμούνα του Παρισιού τη δυνατότητα της «Κοινωνικής Δημοκρατίας» που είχε πρωτοεμφανιστεί ως σύνθημα της προλεταριακής πτέρυγας της επανάστασης του 1848. Ομως πλέον ο Μαρξ υποστήριζε ότι η κοινωνική δημοκρατία θα αντικαθιστούσε την αστική δημοκρατία, καθώς το προλεταριάτο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως έχει τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Στα μάτια του Μαρξ η Κομμούνα δεν ήταν απλώς πιο ταξικά αντιπροσωπευτική αλλά και ριζικά πιο δημοκρατική: «το υπόβαθρο της υπεράσπισης των «πραγματικά δημοκρατικών θεσμών» της Κομμούνας από τον Μαρξ ήταν μια σταθερή πεποίθηση στην ικανότητα των ανθρώπων να κυβερνηθούν και να διοικηθούν μόνοι τους», υπενθυμίζοντας τον συχνά παραγνωρισμένο δημοκρατισμό του Μαρξ και το γεγονός ότι έβλεπε τον κοινωνικό μετασχηματισμό ως πρωτίστως διαδικασία αυτοκυβέρνησης. Υπογραμμίζει παράλληλα τις δημοκρατικές καινοτομίες που έβλεπε ο Μαρξ στην εκδοχή καθολικής ψηφοφορίας της Κομμούνας: τις δεσμευτικές εντολές (οι εκπρόσωποι δεσμεύονταν από όσους εκπροσωπούσαν), τη δυνατότητα ανάκλησης των αντιπροσώπων, τις σύντομες θητείες, και την προτίμηση για μορφές πολιτοφυλακής αντί για επαγγελματικά ένοπλα κατασταλτικά σώματα. Καταδεικνύει έτσι ότι η αντίληψη του Μαρξ για τον σοσιαλισμό δεν παρέπεμπε ούτε στο τέλος της πολιτικής ούτε βέβαια στο τέλος της δημοκρατίας. Μάλλον, υπογράμμιζε ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού ήταν η αναγκαία συνθήκη της αληθινής δημοκρατίας.
Μια νέα πρακτική της πολιτικής
Παρότι θα μπορούσε κανείς να συζητήσει εάν μια εκδοχή «ριζοσπαστικού κοινωνικού ρεπουμπλικανισμού» περιγράφει επαρκώς τον τρόπο που ο Μαρξ οραματίζεται τις πολιτικές μορφές του κοινωνικού μετασχηματισμού, σίγουρα αυτές δεν μπορούν παρά να είναι βαθιά δημοκρατικές, προϋποθέτοντας συνάμα και μια ριζικά νέα, συμμετοχική, αγωνιστική, διαλογική και μετασχηματιστική πρακτική της πολιτικής. Μια πολιτική «από τα κάτω», μια πολιτική του πειραματισμού και της συλλογικής επινόησης.