
Υπάρχουν προσωπικότητες που δεν εκπροσωπούν απλώς μια ομάδα, αλλά ενσαρκώνουν την ίδια της την ιστορία. Ο Τάσος Κουμπλής υπήρξε ακριβώς αυτό για τον Ολυμπιακό και για το ελληνικό βόλεϊ: μια φιγούρα-σύμβολο, ένας αθλητής-φάρος πίστης, ήθους και ανιδιοτελούς προσφοράς. Από το 1963, όταν φόρεσε για πρώτη φορά την ερυθρόλευκη φανέλα, μέχρι το 1984 που έκλεισε τον κύκλο του στο παρκέ, δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή που να μην υπηρετεί τον σύλλογο με απόλυτη αφοσίωση. Για 21 χρόνια υπήρξε σταθερά η καρδιά και η ψυχή της ομάδας.
Θεωρείται από πολλούς το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η ιστορία του τμήματος βόλεϊ του Ολυμπιακού. Είναι μια μορφή-σύμβολο, ένας από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για να αναδειχθεί το ερυθρόλευκο βόλεϊ σε πρωταγωνιστή του ελληνικού αθλητισμού.
Πιστός μέχρι τέλους, δεν άλλαξε ποτέ φανέλα. Δεν αναζήτησε ποτέ άλλες προκλήσεις, ούτε ακολούθησε ευκολότερους δρόμους. Αντιθέτως, έβαλε πλάτη σε μια εποχή που ο Ολυμπιακός έπρεπε να παλέψει για να σπάσει την κυριαρχία του Παναθηναϊκού. Ο ίδιος χαρακτήρισε μια ιστορική νίκη απέναντι στο Τριφύλλι ως «ρήξη με το κατεστημένο» – και δεν ήταν απλώς λόγια. Με το πάθος, το ταλέντο και την ηγετική του παρουσία, άλλαξε τη δυναμική του ελληνικού βόλεϊ.
Η κλασικότερη ατάκα του: «Ως παίκτης αγωνίστηκα μόνο στον Ολυμπιακό, είναι αλλιώς ως παίκτης να αγωνίζεσαι για την ιδέα, για να μην πω τη θρησκεία»
Το καθημερινό… ταξίδι
Γεννημένος και μεγαλωμένος στον Κολωνό – μια γειτονιά με έντονο «πράσινο» χρώμα – ο νεαρός Κουμπλής δεν άργησε να στραφεί στον Ολυμπιακό. Στους δρόμους της γειτονιάς του έπαιζε ποδόσφαιρο με τον Ηλία Υφαντή, και οι πρώτες αυτές εμπειρίες έμελλε να τον συνδέσουν για πάντα με το λιμάνι.
Χαμογελά πάντα και ανακαλεί τις δύσκολες αλλά γεμάτες πάθος ημέρες. Εκείνος και η παρέα του από τον Κολωνό είχαν μεγάλη αγάπη για το βόλεϊ και, πάνω απ’ όλα, για τον Ολυμπιακό. Αυτή η τρέλα τούς οδηγούσε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις καθημερινά για να πάνε στις προπονήσεις.
Τρία μέσα συγκοινωνίας για να πάνε στον Ολυμπιακό και τρία για να γυρίσουν. Ξεκινούσε από τον Κολωνό με το τραμ, κατέβαινε στην Πειραιώς, συνέχιζε με λεωφορείο μέχρι το Δημοτικό Θέατρο και από εκεί έπαιρνε το τρόλεϊ για το Πασαλιμάνι – ή, αν δεν υπήρχε άλλο μέσο, περπατούσε. Το ίδιο και στην επιστροφή. Ηταν μια καθημερινότητα κουραστική, μα ποτέ δεν τη σκεφτόταν ως βάρος. Ηταν κομμάτι του ονείρου, της αφοσίωσης, της σχέσης ζωής με την ομάδα.
Αλησμόνητα τα πρώτα του βήματα στον Ολυμπιακό και η ιστορική κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος βόλεϊ το 1968. Τότε ήταν η πρώτη του χρονιά στην ομάδα, με αρχηγό τον Παντελιά.
Τον είχε πάρει στον Ολυμπιακό μέσα από το στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, το «Κανελλόπουλος – Παλάσκας», ο μακαρίτης Γιώργος Χουρδάκης, που ήταν τότε έφορος της ομάδας. Τονίζει πάντα πως πρέπει να αναφέρονται τα ονόματα εκείνων των ανθρώπων για να τιμηθούν όπως τους αξίζει.

Σημείο αναφοράς για τον Ολυμπιακό. Και ως αθλητής. Και ως προπονητής. Παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού βόλεϊ
Η αρχή και η δυναστεία
Ο Ολυμπιακός κατέκτησε το πρώτο του Πρωτάθλημα Ελλάδας πετοσφαίρισης ανδρών το 1968 στη Θεσσαλονίκη με έφορο τον Γ. Χουρδάκη, προπονητή τον Κώστα Αμπελά και παίκτες τους Τάσο Κουμπλή, Κυριάκο Παντελιά, Ανδρέα Λοράνδο, Θεοτόκη Μανουσαρίδη, Νίκο Κριτσοταλάκη, Δημήτρη Κεφάλα, Γιάννη Σταυρόπουλο, Κώστα Καραμήτσο, Σπύρο Λαμπάκη, Κώστα Τραπεζουντίδη, Φλώρο, Ντολγομπόλοφ, Ρέμπελο, Πάσαρη, Κωνσταντάρα, Τσιστράκη, Αγαπητό, Κολοκοτρώνη. Την επόμενη χρονιά (1969) ο Ολυμπιακός κατέκτησε το δεύτερο πρωτάθλημα της ιστορίας του. Ο Κουμπλής πάντα εκεί.
Διαχρονική η αναφορά του ότι γενικός αρχηγός, με ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του Θεοδωρακάκη στο ποδόσφαιρο, ήταν ο Γιώργος Αντωνόπουλος, ενώ ο Μιχάλης Κούβαρης, που ήταν ταμίας στον Ολυμπιακό, είχε μεσολαβήσει για να τον εντάξουν στο Λιμενικό.
Σαν τώρα θυμάται ότι «με πήρε ο Χουρδάκης από το στρατόπεδο, χωρίς να έχω προλάβει καν να κάνω βασική εκπαίδευση», προσθέτοντας πως είχε προλάβει να υπηρετήσει μόλις τρεις μέρες. Τον μετέφερε κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την υπόλοιπη ομάδα του Ολυμπιακού, όπου και αγωνίστηκαν στο ανοιχτό γήπεδο της ΧΑΝΘ. Εκεί, κατέκτησαν το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του συλλόγου. «Και την επόμενη χρονιά το ξαναπήραμε», παντοτινά τα λόγια του με υπερηφάνεια.
Το 1973 με έφορο τον Βασίλη Σαραφίδη η ομάδα του Πειραιά αρχίζει δυναστεία αφού κατέκτησε 7 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1974, 1976, 1978, 1979, 1980, 1981, 1983), με ηγέτη τον Τάσο Κουμπλή και τους Κυριάκο Παντελιά, Ανδρέα Λοράνδο, Στέφανο Πολύζο, Γιώργο Δερμάτη, Βασίλη Γαλάκο, Στέλιο Προσαλίκα, Γιάννη Λάιο, Αυγουστίνο Μίχαλο, Δημήτρη Χωριανό, Ηρακλή Δωριάδη και με προπονητές τους Δημήτρη Κεφάλα, Κυριάκο Παντελιά, Ντμίτρι Ζαχάριεφ. Παράλληλα, την περίοδο 1981-82 ο Ολυμπιακός γίνεται η πρώτη ελληνική ομάδα που φτάνει σε Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, κατακτώντας την 4η θέση στο Παρίσι κόντρα στις πανίσχυρες τότε Τορίνο, ΤΣΣΚΑ Μόσχας και Ντιναμό Βουκουρεστίου.
Η Εθνική
Η προσφορά του ξεπέρασε τα όρια του συλλόγου. Ως αρχηγός της Εθνικής Ανδρών από το 1968 μέχρι το 1975, αποτέλεσε τον βασικό πυλώνα σε μια εποχή που η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί τον σεβασμό στο διεθνές προσκήνιο. Ο Κουμπλής δεν ξεχώρισε μόνο αγωνιστικά – ξεχώρισε για την πειθαρχία, το πνεύμα ομαδικότητας και την ακέραιη συμπεριφορά του. Εδειξε στους συμπαίκτες και στους αντιπάλους πως ένας Ελληνας μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και δύναμη απέναντι στα μεγάλα ονόματα της Ευρώπης. Κατέκτησε 8 πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα και σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Συνδέθηκε όσο λίγοι με τον Ολυμπιακό. Η κλασικότερη ατάκα του είναι σύμβολο για την ομάδα: «Ως παίκτης αγωνίστηκα μόνο στον Ολυμπιακό, είναι αλλιώς ως παίκτης να αγωνίζεσαι για την ιδέα, για να μην πω τη θρησκεία».
Μετά το τέλος της σπουδαίας πορείας του ως αθλητή, δεν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Αντιθέτως, έμεινε δίπλα στο άθλημα, το οποίο υπηρέτησε με πάθος από τη θέση του προπονητή. Ανέλαβε ομάδες ανδρών, γυναικών και ακαδημιών, ενώ δεν δίστασε να δουλέψει με τα νέα παιδιά, μεταλαμπαδεύοντας την εμπειρία και τις αξίες του. Οταν κλήθηκε να υπηρετήσει ξανά την Εθνική ως προπονητής, στάθηκε και πάλι στο ύψος των περιστάσεων, αποδεικνύοντας ότι η αγάπη του για το βόλεϊ δεν ήταν προσωρινή, αλλά διαχρονική.
Ο Τάσος Κουμπλής δεν υπήρξε απλώς ένας μεγάλος βολεϊμπολίστας. Ηταν, είναι και θα είναι, ένας ζωντανός θρύλος. Ενας πραγματικός «στρατιώτης του Θρύλου», που έδωσε στο όνομά του το βάρος μιας ολόκληρης εποχής
Από τον πάγκο
Ως προπονητής του Ολυμπιακού πρόσθεσε τίτλους στο παλμαρέ του συλλόγου, με την ίδια σεμνότητα που τον χαρακτήριζε και ως παίκτη. Το όνομά του τιμήθηκε πολλές φορές – από την ΕΟΠΕ, τον Ολυμπιακό, και άλλους αθλητικούς φορείς. Οχι μόνο για τις επιτυχίες, αλλά κυρίως για το ήθος του, την ταπεινότητά του και την προσφορά του στο άθλημα και στους ανθρώπους του.
Ανήμερα 25 Μαρτίου 2000 ο Ολυμπιακός χάνει στην Πάτρα από τον Ηρακλή τον τελικό του κυπέλλου και ο Βαγγέλης Μαρινάκης που κρατά το τιμόνι, αλλάζει την ιστορία της χρονιάς σε μια νύχτα «μου ζήτησε να αντικαταστήσω τον Γκάετς. Μου ζήτησε να πάρουμε το πρωτάθλημα». Και έτσι και έγινε έναν μήνα μετά. Το σήκωσε ο Θρύλος μέσα στο Κατσάνειο!
Στη μεγάλη πορεία των 100 χρόνων του Ολυμπιακού, ο Τάσος Κουμπλής είναι ένας από τους λίγους που μπορούν να χαρακτηριστούν «σύμβολο». Δεν ζήτησε ποτέ τη λάμψη της δημοσιότητας, αλλά έλαμψε με την αυθεντικότητά του. Δεν μέτρησε την επιτυχία με Κύπελλα, αλλά με αξίες. Η αγάπη του για την ομάδα δεν εξαντλήθηκε σε λόγια – ήταν τρόπος ζωής.
Και αυτή είναι η παρακαταθήκη του: πίστη, συνέπεια, συλλογικότητα. Ο Τάσος Κουμπλής δεν υπήρξε απλώς ένας μεγάλος βολεϊμπολίστας. Ηταν, είναι και θα είναι, ένας ζωντανός θρύλος. Ενας πραγματικός «στρατιώτης του Θρύλου», που έδωσε στο όνομά του το βάρος μιας ολόκληρης εποχής.