
Το γράφει ο Μάνος Ελευθερίου στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματός του «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», μια «αφήγηση» μεταξύ αλήθειας και φαντασίας της τραγικής πορείας της Ελένης Παπαδάκη που απήχθη και δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ εκείνον τον σκληρό Δεκέμβρη του 1944. «Και με το μίσος περνούσε ο καιρός». Αναφερόμενος σε μια εποχή που το μίσος ήταν συνθήκη ζωής, που χρησιμοποιούσε την όποια ιδεολογία ως άλλοθι, που η εξολόθρευση του αντιπάλου υποτίθεται ότι ήταν ηθικό καθήκον. Η φυσική εξολόθρευση, ο αφανισμός, ο θάνατός του.
Αναρωτιέμαι συχνά αν εκείνη την περίοδο ο Εμφύλιος (δεν αναφέρομαι βέβαια στις πραγματικές αιτίες του) βρήκε γόνιμο έδαφος στον ψυχισμό του Ελληνα ή αν αυτή καθαυτή η σύγκρουση τον κλόνισε τόσο καθοριστικά ώστε να αφήσει ανήκεστη βλάβη. Δεν ξέρω, μπορεί να συμβαίνει και σε άλλους λαούς, αλλά η μισαλλοδοξία είναι το «μαξιλαράκι» της χώρας, ο ιστός από τον οποίο κρεμιούνται οι σημαίες, ειδικά όσων θεωρούν εαυτούς ηττημένους. Και μιλάω ειδικά για μετά τη χούντα, τότε που οι «ηττημένοι» του Εμφυλίου πέρασαν στη σφαίρα του απυρόβλητου. Και αν για τους περισσότερους από αυτούς καλώς έγινε, οι ιδεολογικοί κληρονόμοι τους επένδυσαν στο μίσος που αυτοτροφοδοτείται και αυτοαναφλέγεται. Ακόμα και με μια φλου αντίληψη περί του «εχθρού». Σαν να λέμε αν στοχοποιήσεις δέκα, είκοσι, πενήντα, σύμφωνα με τους νόμους των πιθανοτήτων, έστω και σε έναν θα πέσεις μέσα. Για τους υπόλοιπους σαράντα εννέα ποιος νοιάστηκε…
Δεν θυμάμαι, όσα χρόνια ζω, να έχω δει τόσο μίσος να τρέχει στους δρόμους όσο εκείνες τις ημέρες του πρώτου μνημονίου. Ενας λαός που πίστεψε ότι είχε υπογράψει συμβόλαιο διαρκείας με την ευδαιμονία, βρέθηκε να χρωστάει και τα σώβρακά του. Ας το δούμε αυτό με ένα μικρότερης εμβέλειας παράδειγμα. Ας φανταστούμε μια μεγάλη οικογένεια. Με γονείς, παιδιά, αδέλφια, εγγόνια, ανίψια και λοιπούς συγγενείς. Που διατηρούν μια επιχείρηση η οποία φαίνεται ότι πάει πρίμα. Φαίνεται αλλά δεν πάει. Με αλλεπάλληλα δάνεια πορεύεται. Και σκάει το κανόνι. Και η επιχείρηση πτωχεύει. Και η ευρύτερη οικογένεια πρέπει να αλλάξει ζωή. Θα υπάρξουν κι αυτοί που θα βάλουν το κεφάλι κάτω και θα δουλέψουν ώστε, κάποτε, η επιχείρηση να επανακάμψει. Θα υπάρξουν όμως και οι άλλοι που θα θεωρήσουν ότι οι δανειστές τούς εκμεταλλεύτηκαν, τους ξεγέλασαν, θέλουν να τους ξεπαστρέψουν, που πίστεψαν ότι τα δανεικά τους θα έπρεπε να είναι αγύριστα. Γιατί; Διότι θεωρούν εαυτούς μάγκες. Και κάπου εκεί ο μάγκας μετατρέπεται σε κουτσαβάκι. Που μισεί και εκφοβίζει τους πάντες. Και δεν κολλάει να κάνει τις απειλές του πραγματικότητα. Οπου λάχει.
Οι νεκροί ενός κατώτερου Θεού
Κάπως έτσι έγινε πριν από 15 χρόνια με τη Μαρφίν. Η Παρασκευή Ζούλια, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (έγκυος στο πρώτο της παιδί) και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης κάηκαν ζωντανοί, θύματα του χωρίς έρμα μίσους. Με ενόχους που δεν «βρέθηκαν» ποτέ και που δεν νομίζω ότι θα «βρεθούν» παρά τις φωτογραφίες που κυκλοφορούν από τότε – ύστερα από τόσα χρόνια, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, τα χαρακτηριστικά τους αλλοιώθηκαν. Τρεις αδικαίωτοι νεκροί που κατηγορήθηκαν ως απεργοσπάστες από το «με ηθικό πλεονέκτημα» μίσος. Για τους οποίους ουδείς διαμαρτυρήθηκε επειδή η Δικαιοσύνη «δεν έκανε καλά τη δουλειά της». Τρεις «απαγορευμένοι» νεκροί που, για κάποια χρόνια, είχε δαιμονοποιηθεί ακόμη και η αναφορά τους. «Πες μας τώρα και για τη Μαρφίν» ήταν η συνήθης, ειρωνική και απαξιωτική επωδός όποιου ήθελε να σε κατηγορήσει ως «ακροκεντρώο». Τρεις νεκροί «κατώτερου Θεού». Που όποιο μνημείο στήθηκε προς τιμήν τους, βανδαλίστηκε σε πορείες εις μνήμη άλλων νεκρών.
Ο εμπρησμός της Μαρφίν, η Παρασκευή, η Αγγελική και ο Επαμεινώνδας θα παραμένουν ως μια σκοτεινή τρύπα στη συνείδησή μας. Αν ζούσαν σήμερα, θα ήταν γύρω στα πενήντα. Και αν εξακολουθούσαν να δουλεύουν στα ίδια γραφεία, την περασμένη εβδομάδα θα έβλεπαν το ντου στον Ιανό. Και θα συνειδητοποιούσαν πως ακόμη «με το μίσος περνάει ο καιρός».