
Η ελληνική οικονομία κατέγραψε εξόχως θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις για το 2024 με πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ και συνολικό πλεόνασμα 1,3%. Η εφαρμογή των ψηφιακών μέτρων φορολογικής συμμόρφωσης μαζί με την ανάπτυξη της οικονομίας συνετέλεσαν καίρια σε αυτήν την επίδοση. Ταυτόχρονα το χρέος προς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 153,6% και από το 2025 το
χρέος Γενικής Κυβέρνησης θα μειώνεται και σε απόλυτο μέγεθος.
Η εκτίμησή μου είναι ότι τα αυξημένα φορολογικά έσοδα που προκύπτουν από την αποκάλυψη μίας αθέατης φορολογικής βάσης δεν είναι συγκυριακά και είναι αρκετά πιθανόν να αποκαλυφθούν και επιπλέον μέσα στο 2025.
Οι συγκεκριμένες επιδόσεις ανάγκασαν και τον πιο σκληρό από τους οίκους αξιολόγησης, τη Moody’s, να αναβαθμίσει το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου σε επενδυτική βαθμίδα κλείνοντας τον πρώτο κύκλο αναβαθμίσεων που ξεκίνησαν από το 2023. Αξίζει να σημειώσουμε ότι με τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη, οι συγκεκριμένες αναβαθμίσεις θα καθυστερούσαν σημαντικά αν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τον δρόμο μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που παράγει συστηματικά πλεονάσματα με ταυτόχρονη ανάπτυξη της οικονομίας.
Συγκρίνοντας είκοσι χώρες της ευρωζώνης παρατηρούμε ότι μεταξύ 2019 και 2024 σωρευτικά, η Ελλάδα ανήκει σε ένα κλειστό group χωρών (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος, Ολλανδία) που συνδυάζουν ταυτόχρονα θετική ανάπτυξη του κατά κεφαλήν πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος με μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα ήταν η απόδειξη ότι η Ελλάδα άλλαξε σελίδα στα δημόσια οικονομικά και απαιτείται συνεχής προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση.
Οι αναβαθμίσεις συντελούν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του ελληνικού Δημοσίου εξοικονομώντας τόκους που μπορούν να ανακατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις σε Υγεία και Παιδεία. Η Ελλάδα πλέον μπορεί να αναχρηματοδοτεί το χρέος της με κόστος χαμηλότερο από αυτό της Ιταλίας, σχεδόν πλησίον με αυτό της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Η Ελλάδα με συνετή και σταθερή δημοσιονομική πολιτική απολαμβάνει «μέρισμα σταθερότητας» στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων που αντανακλάται και στην εμπιστοσύνη που δείχνουν οι διεθνείς επενδυτές στην ελληνική οικονομία.
Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί προς τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών είναι σημαντική. Υπάρχει ακόμη όμως παραοικονομία και μερική απόκρυψη εισοδημάτων. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2023 αποκαλύπτουν ότι υπάρχει μία σημαντική απόκλιση δηλωθέντων εισοδημάτων φυσικών προσώπων (110 δισ. ευρώ) και τελικής καταναλωτικής δαπάνης νοικοκυριών (151,7 δισ. ευρώ). Η απόκλιση ανέρχεται σε 41,7 δισ. ευρώ και δεν εξηγείται από τις καταθέσεις των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα καθώς αυτές για το 2023 αυξήθηκαν κατά 3,5%. Εκτιμώ ότι η από το 2024 συστηματική διάχυση των ψηφιακών μέτρων φορολογικής συμμόρφωσης θα διευρύνει και άλλο τη φορολογική βάση μέσα στο 2025.
Η κυβέρνηση οπλισμένη πλέον με ικανό δημοσιονομικό χώρο μπορεί και πρέπει να προχωρήσει σε μείωση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας ώστε οι πολίτες να καταλάβουν ότι η συνετή δημοσιονομική πολιτική έχει αντίκρισμα στο διαθέσιμο εισόδημα, να τονώσει τα
φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, έρευνα και καινοτομία με ανάπτυξη τομέων έντασης γνώσης και να επενδύσει σε υποδομές για να δώσει ώθηση στην παραγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Ο Γιάννης Τσουκαλάς είναι επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και καθηγητής Οικονομικών στο Adam Smith Business School Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης