Τα «καταφέρανε»…

Η φίλη με ρώτησε, πριν από λίγες μέρες, αν το Σάββατο 19 Ιουνίου, θα πάω στην Επίδαυρο για να δω τη συναυλία του Θεόδωρου Κουρεντζή με την ορχήστρα Utopia. Της απάντησα ότι φυσικά και δεν θα πάω. Διότι ο Κουρεντζής είναι το αγαπημένο παιδί του καθεστώτος Πούτιν, χρηματοδοτείται γενναιόδωρα από αυτό, τριάμισι, σχεδόν, χρόνια δεν έχει βγάλει άχνα για την εισβολή στην Ουκρανία και θεωρώ ότι μας ειρωνεύεται κιόλας όταν, όπως διαβάζω, το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει και τα «Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά» του Μάλερ, λίγες εβδομάδες μετά το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την επιστροφή των παιδιών της Ουκρανίας που απήχθησαν από τους Ρώσους. «Ναι» συνέχισε η φίλη «αλλά δεν διαχωρίζεις την προσωπικότητα και τις ιδέες ενός καλλιτέχνη από το έργο του;». «Τις διαχωρίζω αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, δεν τις διαχωρίζει ο ίδιος» της απάντησα. Και συμπλήρωσα ότι ευχαρίστως και θα πήγαινα αν, μετά τη συναυλία, ακολουθούσε συζήτηση όπου θα μπορούσα να τον ρωτήσω γι’ αυτά τα θέματα, αλλά, απ’ όσο μαθαίνω τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν επιτρέπει να γίνονται ούτε στις συνεντεύξεις του.

Αν, ωστόσο, μια ομάδα μπούκαρε στο θέατρο της Επιδαύρου πριν από τη συναυλία και απαιτούσε με φωνές και τσαμπουκά να ματαιωθεί, αν επέβαλε με το έτσι θέλω και τον εκφοβισμό την επιθυμία της, θα εξοργιζόμουν. Οχι επειδή είμαι καλός άνθρωπος αλλά επειδή πιστεύω ότι έτσι πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία. Να προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και τους φορείς τους και από ‘κει και πέρα όλοι κρινόμαστε. Φαντάζομαι ότι μαζί με εμένα – σε περίπτωση μπούκας στη συναυλία του Κουρεντζή, θα εξοργιζόταν και όλος ο λεγόμενος προοδευτικός κόσμος. Αλλά ας μην ανησυχούμε. Μπούκα στην Επίδαυρο δεν πρόκειται να γίνει. Διότι ο λεγόμενος προοδευτικός κόσμος γέρνει μονόπαντα.

Τα γεγονότα του Σαββάτου στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης είναι γνωστά. Και επαναλαμβανόμενα. Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα απειλητικά. Και ακόμη περισσότερο διότι διακινήθηκαν από εκδότες. Που, υποτίθεται, ότι η δουλειά και η αποστολή τους είναι η προστασία και η διάδοση του βιβλίου. Ποιου βιβλίου όμως; Στα πρόχειρα θα έλεγα αυτού που συμφωνεί με το δικό τους ιδεολόγημα. Αλλά δεν συμβαίνει ούτε καν αυτό. Φτάνει η σφραγίδα στο διαβατήριο του συγγραφέα, το όνομά του, για να καταστήσει ένα βιβλίο «απαγορευμένο». Προσπαθώ να βρω διαφορές από τη λογοκρισία της χούντας, αλλά δεν βρίσκω.

Η ματαίωση συζήτησης σχετικής με την εβραϊκή λογοτεχνία είναι ένα στάδιο πριν από το δημόσιο κάψιμο των βιβλίων. Η φράση με την οποία αρχίζει το «μανιφέστο» των εκδοτών που οργάνωσαν την εισβολή στον χώρο της έκθεσης, «Η λογοτεχνία δεν ξεπλένει τη γενοκτονία», ουδέν νόημα έχει. Είναι υποκριτική όπως και η κατάληξη του «μανιφέστου» ότι αυτή η ενέργεια δεν στρέφεται εναντίον των ισραηλινών συγγραφέων. Εναντίον αυτών στρέφεται. Και εναντίον του λαού του Ισραήλ. Περισσότερο απ’ όσο υπέρ του λαού της Παλαιστίνης. Διότι έχει στη «φόδρα» της το μίσος. «Συνάδελφοι τα καταφέραμε» λέει στην αρχή. Κατάφεραν δηλαδή να ακυρώσουν συγγραφείς και βιβλία. Μεγάλο κατόρθωμα.

Και τώρα που τα κατάφεραν, που πήραν, ας πούμε, δύναμη και θάρρος, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Να κατεβάζουν από τα ράφια τα βιβλία του Οζ και του Χαράρι;

Συμπτώσεις

Υπάρχουν κάποιες θλιβερές συμπτώσεις που συμβολοποιούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο τα προχθεσινά επεισόδια στη Θεσσαλονίκη. Πρώτα απ’ όλα ο τόπος. Η πόλη στην οποία έγινε το πρώτο μεγάλο πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη σύγχρονη Ιστορία και κατέληξε στον εμπρησμό της συνοικίας του Κάμπελ. Η πόλη όπου το σύνολο σχεδόν της εβραϊκής κοινότητας, περίπου 50.000 άνθρωποι, οδηγήθηκαν, χωρίς επιστροφή, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά και η πόλη των ποιητών.

Και ύστερα ο χρόνος. Στις 10 Μαΐου 1933 ξεκίνησε στο Βερολίνο το δημόσιο κάψιμο βιβλίων που θεωρούνταν «αντιγερμανικά». Ενενήντα δύο χρόνια είναι αρκετά για να επαναληφθεί η Ιστορία ως τραύμα.